Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ

Σήμερα το πρωί, στη Γλυφάδα, είδαμε να καίγεται το κατάστημα της αλυσίδας McDonald’s· επρόκειτο, ακούσαμε, για εμπρησμό. Να λοιπόν που δεν ενεργούν μονάχα οι καλλιτέχνες στο διάκενο μεταξύ τέχνης και ζωής (Rauschenberg) αλλά και οι βαφτισμένοι από το κράτος, τρομοκράτες. Και πριν κατηγορήσετε τον υπογράφοντα ως συνήγορο εγκληματικών πράξεων και βάναυσο ή – όπως ουκ ολίγες φορές έχει ακουστεί από θηλυκά στόματα – ανήθικο (επειδή η μολότοφ ρίχτηκε στον παιδότοπο του καταστήματος της αλυσίδας McDonald’s), αναλογιστείτε: οι γονείς των παιδιών που έπαιζαν στον παιδότοπο είναι λιγότερο επικίνδυνοι που στουμπώνουν τα παιδιά τους με τα σκουπίδια των McDonald’s; (– Κι ας μη μιλήσουμε για τα πνευματικά σκουπίδια και τη nouveau riche παιδεία των Νοτίων Προαστίων).



Jake & Dinos Chapman, Μοντέλο για McDonald's στην έκθεση Bad Art for Bad People, Tate Liverpool, 15 Δεκεμβρίου 2006 - 4 Μαρτίου 2007

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

ΕΠΩΔΗ

Αντιμετωπίζουμε μία πέρα για πέρα οργανωμένη ουτιδανότητα, μία a priori καταδίκη των ιδεών που μπορούν να προβούν επικίνδυνες για την υπάρχουσα κατάσταση αποχαύνωσης και ολικής αποβλάκωσης των νέων, ναι, οι ιθύνοντες δεν μπορούν να ανεχτούν οτιδήποτε τάσσεται ενάντια στην τιμαλφή τάξη τους ή το αμιγώς αξιοκρατικό σύστημά τους που αναιδώς βαφτίζουν «ορθολογιστικό» – τα σαγηνευτικά προϊόντα του οποίου, αφειδώς καταναλώνουμε καθημερινά, αυτή είναι η αλήθεια.
Χάνουμε τη ζωή μας από ένα άμυαλο πιόνι που ονομάζεται Ειδικός Φρουρός – ναι, Φρουρός της κρατικής, και τελικά παγκόσμιας, τρομοκρατίας –, φωνάζουμε για το δίκιο μας και χάνουμε τη ζωή μας από μία σφαίρα από έναν Ειδικό Φρουρό, επαναστατούμε με το μυαλό των 15 ετών και χάνουμε τη ζωή των 15 ετών από μία σφαίρα από το όπλο του Ειδικού Φρουρού, βλέπουμε στην τηλεόραση τις δηλώσεις που κάνει αυτός ο Ειδικός Φρουρός, αυτό το κατακάθι της κρατικής χαμέρπειας και κυβερνητικής ποταπότητας, ναι, αυτό το απροκάλυπτο άλλοθι για τους ιθύνοντες που προκαλεί αναγούλα και αδήριτη οργή.
Με αφορμή τον Αλέξη Γρηγορόπουλο, ας ανατρέξουμε:



Νοέμβρης του 2005: Εκτελείται εν ψυχρώ στο δρόμο ο Louis Sévèke, ολλανδός ακτιβιστής, συγγραφέας και δημοσιογράφος, οι ιδέες του οποίου, πολύ απλά, δε χωρούσαν στο πλάνο για το «νέο θαυμαστό κόσμο» τους (κατά Huxley).




Σεπτέμβριος του 2005: Εκτελείται μυστηριωδώς ο Norman Bocar, δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις Φιλιππίνες.

Αμφότερων θυμάτων οι υποθέσεις, παραμένουν ανοιχτές.
Η λίστα είναι ατέλειωτη αλλά ας μη μακρηγορούμε: αυτό που φαίνεται είναι ότι υπάρχει ένα πολύ καλά οργανωμένο σχέδιο που ευνοεί τους πραγματικούς τρομοκράτες, αυτούς τους ελάχιστους δειλούς που κινούν τα πολιτικά και κυβερνητικά νήματα και κρύβονται όχι πίσω από μία κουκούλα, αλλά πίσω από τα προσωπεία της ηθικής, της λογικής, της θρησκείας, της τάξης και του νόμου.
Και εάν περιμένουμε το φόνο ενός παιδιού που επαναστατεί με όλη του την αφέλεια και τη γοητεία του και το δυναμισμό του που φορά μπλουζάκια των Sex Pistols και δε δειλιάζει μπροστά στα όργανα της τάξης, για να αφυπνιστούμε, τότε δεν είμαστε καλύτεροι από το δολοφόνο εκείνου του παιδιού, διότι είμαστε κι οι ίδιοι πιόνια του συστήματος το οποίο εκμηδενίζει αυτά τα παιδιά, ναι, είμαστε οι ίδιοι οι δολοφόνοι των ψυχών αυτών των παιδιών, είμαστε οι πάλαι ποτέ επαναστάτες του κατεστημένου και νυν πουλημένοι κωλόγεροι του ίδιου του κατεστημένου, είμαστε οι θεωρητικοί που εκ του ασφαλούς μιλάμε, γράφουμε, αναλύουμε, ξεφουρνίζουμε φληναφήματα στα παραθυράκια, εκδίδουμε ακριτομυθίες, πλέκουμε επωδές «για το χαμό», πίνουμε Starbucks, κλείνουμε την τηλεόραση, κλάνουμε, κοιμόμαστε – και κοιμόμαστε και κοιμόμαστε και κοιμόμαστε (ν φορές με ν να τείνει στο άπειρο).

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΗ

Μάθαμε χωρίς να εκπλαγούμε πως στην Κρήτη, στο νομό Ηρακλείου, σε ένα χωριό, 35χρονος ιερέας «κακοποιούσε βάναυσα» την 26χρονη σύζυγό του. Εκείνη είχε πάει να μαζέψει χόρτα με τον πατέρα της όταν ο σύζυγός της ήρθε και τη βρήκε να μαζεύει χόρτα με τον πατέρα της. Λογομάχησαν, ακούσαμε, έτσι εκείνος την έβαλε μέσα στο αυτοκίνητό του με βία, την οδήγησε ως το ερημικό εκκλησάκι του Αγίου Στυλιανού όπου την έδειρε, έπειτα την κουβάλησε πάλι στο αυτοκίνητό του, την έβαλε μέσα στο αυτοκίνητο και ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητο, προσπάθησε να την πετάξει έξω από το αυτοκίνητο, ενώ, δηλαδή, το αυτοκίνητο βρισκόταν εν κινήσει. Η σύζυγος του ιερέα προσπάθησε να πιαστεί από την πόρτα του εν κινήσει αυτοκινήτου με αποτέλεσμα να συρθεί αρκετά μέτρα μέχρι να πέσει στο οδόστρωμα. Ο ίδιος ο ιερέας κατήγγειλε στον αστυνομικό σταθμό του Τυμπακίου πως η σύζυγος του ιερέα πετάχτηκε από μόνη της έξω από το αυτοκίνητο. Ο ιερέας, μάθαμε, κακοποιούσε τη σύζυγο του ιερέα μπροστά στα παιδιά αμφότερων από τότε που παντρεύτηκε τον ιερέα, δηλαδή το 1999.
Οι απόψεις διίστανται για το αν η κακοποίηση εκ μέρους του ιερέα οδήγησε τη σύζυγο του ιερέα σε κατάθλιψη και δεκαήμερη νοσηλεία στην ψυχιατρική κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Ηρακλείου, ή vice versa, δηλαδή εάν η κατάθλιψη οδήγησε στη δήλωση της κακοποίησης.
Τα ευρήματα του ιατροδικαστή, ο οποίος εξέτασε το κορμί της συζύγου του ιερέα, συμφωνούν με τις δηλώσεις της συζύγου του ιερέα. Μία αιτία κακοποίησης, μάθαμε, ήταν η ζήλια – εκ μέρους του ιερέα. Ο ιερέας συχνά κλείδωνε τη σύζυγο του ιερέα στο σπίτι και της απαγόρευε να βλέπει τους γονείς της.
Τα Μ.Μ.Ε. έκαναν λόγο για «τερατώδη συμπεριφορά». Επιτέλους, ο χριστιανός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο.

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008

ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ

Με ενθουσιασμό και συγκίνηση παρακολουθήσαμε την παράσταση του Thomas Bernhard, Ritter, Dene, Voss, την προηγούμενη εβδομάδα στο θέατρο Δημήτρης Ποταμίτης. Συγχαίρουμε το σκηνοθέτη και ηθοποιό Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο για την ποιοτική και πέρα για πέρα μη εμπορική επιλογή – αν όχι για την προσέγγιση.
Δεν είμαστε έτοιμοι ακόμα σα χώρα να δεχτούμε τον Bernhard – ή έστω ένα θεατρικό έργο του Bernhard – και ουδέποτε θα είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε τον Bernhard όσο εθελοτυφλούμε στη σημερινή (και παρελθοντική) κατάσταση της χώρας μας και του κράτους μας. Δε φταίει η ρηχή και μάλλον πρόχειρη προσέγγιση του Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου (από την επιλογή του να ανεβάσει Bernhard, συμπεραίνουμε πως ίσως να ’χει διαβάσει και κάνα δυο αράδες), ούτε η συνταγή της μέγαιρας που χρησιμοποιεί άτεχνα η Μαρία Καψή (ένα πασάλειμμα Hitchcock, ένα πασάλειμμα Bergman, και ιδού η ελληνική απομίμηση), ούτε και η καημενούλα η Μάντυ Λάμπου που καλά θα κάνει να περιοριστεί στις ελληνικές σαπουνόπερες απογευματινής ζώνης και να αφήσει τα «ματινέ» στους επαΐοντες – ή απλά, δοκησίσοφους. Φταίει το ότι όταν διαβάζουμε Steinhof, μεταφράζουμε Steinhof, αποδίδουμε Steinhof, ανεβαίνουμε στο σανίδι και ξεστομίζουμε Steinhof και εν τέλει, το θεατή ποσώς τον ενδιαφέρει το Steinhof ή οποιαδήποτε άλλη κλινική της Βιέννης, ή ακόμα και οποιοσδήποτε διευθυντής της κλινικής της Βιέννης ή οποιοσδήποτε βοηθός διευθυντή της κλινικής της Βιέννης. Έχουμε χρέος να τολμήσουμε ως (αυτοαποκαλούμενοι) καλλιτέχνες του σανιδιού να αντικαταστήσουμε το Steinhof με την Κασταλία, λόγου χάρη, ή ακόμα, το διευθυντή της κλινικής της Βιέννης με το όνομα Λυμπέρης, λόγου χάρη, ή το βοηθό του διευθυντή της κλινικής της Βιέννης με το όνομα Λαζανάκης, λόγου χάρη, έτσι ώστε ο θεατής (το κάθε απαίδευτο θηλυκό των Βόρειων προαστίων με Armani ταγιέρ και Opium κολόνια ή ο κάθε πρωτοετής φοιτητής που κατά το ειωθός φλερτάρει άκριτα με ιδέες της Αριστεράς) να μπορέσει να παρακολουθήσει Bernhard προσαρμοσμένο στα ελληνικά μας δρώμενα και όχι ως εκπρόσωπο μίας ελιτίστικης Βιεννέζικης κουλτούρας, την οποία ο ίδιος ο Bernhard απεχθανόταν – ας θυμηθούμε μονάχα το σκάνδαλο που προκάλεσε ο Bernhard το 1988 στην πρεμιέρα του έργου του, HeldenplatzΠλατεία των Ηρώων, όπου το 1938, ο Hitler ανακοίνωσε την προσάρτηση της Αυστρίας στο γερμανικό ράιχ) και ας αποπειραθούμε με ήθος και χωρίς μικροαστικούς δισταγμούς (που είναι ηλίου φαεινότεροι στην παράσταση που παρακολουθήσαμε την προηγούμενη εβδομάδα), να προσαρμόσουμε ένα τέτοιο έργο στα δικά μας δρώμενα με τους δικούς μας πολιτικούς, αυτούς τους αυλικούς μικροπωλητές που χτυπούν τις πύλες των πριγκιπάτων της Ευρώπης και των δικτατοριών της Αμερικής για να πουλήσουν τη χώρα μας σε καλή τιμή, όπως λέγεται, (η αξιότιμη οικογένεια Παπανδρέου, λόγου χάρη) που εμείς ψηφίσαμε.

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2008

ΠΕΡΙΦΟΡΑ

Το ελαφρυντικό που προσάπτουμε δίχως δεύτερη σκέψη, όπως λέγεται, στον 31χρονο φίλο μας από την Αλεξανδρούπολη ο οποίος σκότωσε την 25χρονη σύζυγό του με μαχαίρι, στη συνέχεια έκοψε το κεφάλι της και κατέληξε να περιφέρεται στο Βούρβουλο της Σαντορίνης με το μαχαίρι και το κεφάλι της γυναίκας του στα χέρια του, είναι (το δίχως άλλο) πως το θύμα πρόκειται για δασκάλα. Από το γεγονός πως ο φίλος μας από την Αλεξανδρούπολη εργαζόταν ως μάγειρας σε ξενοδοχείο στο Ημεροβίγλι, συμπεραίνουμε πως το μαχαίρι ήταν μαχαίρι του σεφ (αν και δε γνωρίζουμε εάν ήταν habitat ή WMF).
Το ότι ο φίλος μας είχε προ δεκαετίας, παρουσιάσει προβλήματα ψυχωσικής φύσεως και για ένα χρονικό διάστημα, μέχρι το 2000, υποβλήθηκε σε φαρμακευτική αγωγή, δεν πιστεύουμε πως παίζουν ρόλο στην απόφασή του να αποκεφαλίσει τη δασκάλα, ναι, ακόμα και αν η δασκάλα έφερε συνολικά δέκα μαχαιριές (εκ των οποίων οι επτά έγιναν αφού πέθανε η δασκάλα) και ακόμα και αν η πρώτη φάση του αποκεφαλισμού της δασκάλας έλαβε χώρα όσο η δασκάλα βρισκόταν εν ζωή.
Εν κατακλείδι, λόγω του προαναφερθέντος ελαφρυντικού, προτείνουμε την άμεση απελευθέρωση του φίλου μας.



Από το Αλφαβητάριο, επανεκδομένο από τον εκδοτικό οίκο Α.Α.Λιβάνη, Δεκέμβριος 1993, σελ. 78. Εικονογράφηση Κώστα Π. Γραμματόπουλου.

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε
τους μαργαρίτας υμών, έμπροσθεν των χοίρων…
Ματθ. ζ΄:6

«Είναι εντελώς ανόητη», ακούσαμε προσφάτως χωρισμένο φίλο μας με ακαδημαϊκή παιδεία να λέει την προηγούμενη εβδομάδα. «Εάν έμενε μαζί μου», συνέχισε κυνικά, «θα μάθαινε και πέντε πράματα. Τώρα, ζώο ήταν, ζώο θα μείνει», καταλήγοντας πως «μου θυμίζει κάτι ανεκπαίδευτες – και απαίδευτες – σκύλες.»
Θελήσαμε να σχολιάσουμε τις δηκτικές δηλώσεις του αλλά σκεφτόμενοι με δέος τα τοιχοκολλημένα κορνιζαρισμένα πτυχία πίσω από την πολυθρόνα του με τη δερμάτινη επένδυση, αποφασίσαμε, μα τον κύνα, απλά να βελάσουμε.

ΑΥΠΝΙΑ

«Εξάλλου», μας εξήγησε ο φίλος μας τις προάλλες, «δύο πράγματα δε μ’ αφήνουν να κοιμηθώ τη νύχτα: ο έρωτας και αυτά τα γαμημένα τα περιστέρια που έχουν κάνει φωλιά έξω από το παράθυρό μου».

ΚΥΛΙΣΗ

Γνωρίζαμε κάποια κοπέλα η οποία ξεχνούσε πάντοτε να κλείνει τα καπάκια σε σωληνάρια και μπουκάλια που αφορούσαν στο μπάνιο, όπως το σωληνάριο της οδοντόπαστας, το μπουκάλι με το σαμπουάν, ή ακόμα και το μπουκάλι με το αφρόλουτρο. Όταν, έπειτα από κάποιο διάστημα γνωριμίας, καλέσαμε, κατά το ειωθός, συγγενείς της στο σπίτι μας και τους φιλοξενήσαμε, προσέξαμε προς έκπληξή μας, πως όλοι οι συγγενείς της, ανεξαιρέτως, άφηναν τα καπάκια ανοιχτά σε σωληνάρια και μπουκάλια που αφορούσαν στο μπάνιο. Συμπεράναμε πως επρόκειτο για τις περιπτώσεις όπου κύλησε ο τέντζερης, όπως λέγεται, αλλά καπάκι δε βρήκε.

ΧΡΗΣΜΟΔΟΣΙΑ

Το Τρίτο είχε αφιέρωμα στο Satie, το κρεβάτι μου ήταν ξέστρωτο, η νυν ξεφύλλιζε νωχελικά μία φυλλάδα της οποίας ο εκδότης πείστηκε πως θα ήταν ίσως καλή ιδέα να εκδώσει μερικές από τις αράδες μου στη φυλλάδα του, ήθελα να πάω για ντους για να ξεπλύνω τον ιδρώτα της και τα λοιπά υγρά που εκκρίθηκαν όσο κάναμε σεξ από πάνω μου αλλά στο φως των κεριών ήταν δύσκολο να τελειώσω μία ιστορία του Σαρίκα από τη συλλογή Ψίχουλα, την οποία άρχισα να διαβάζω τη στιγμή ακριβώς που εκκρίθηκαν τα προαναφερθέντα υγρά και στο δωμάτιο πλανιόταν η Fuel for Life της Diesel και ένα ίχνος από κέικ σοκολάτα πορτοκάλι.
«Γιατί γράφεις συνεχώς για τις πρώην σου;», με ρώτησε ναζιάρικα.
Δεν απάντησα. Δεν ήθελα να διακόψω το Satie. Ούτε το Σαρίκα.
«Δεν έχεις γράψει τίποτα για μένα…», παραπονέθηκε προσποιούμενη επιδεικτικά πως διάβαζε μια ιστορία μου στη φυλλάδα.
Η προσοχή μου είχε στραφεί σε κάποια βιογραφικά στοιχεία του Satie.
Σηκώθηκε πρώτη και πήγε στο μπάνιο.
«Γράφω για τις πρώην μου επειδή ακριβώς είναι πρώην», της είπα όταν άκουσα να τραβάει το καζανάκι (τη στιγμή ακριβώς που άρχιζε το πρώτο από τα Ogives). «Για σένα, ποιος ο λόγος να γράψω οτιδήποτε;» Συνέχισα την ιστορία του Σαρίκα. Μέχρι να βγει από το μπάνιο, είχα τελειώσει άλλες τρεις. Άκουγα το τρίτο από τα Ogives.
«Ούτε μία ιστοριούλα για το κορίτσι σου;», με μάλωσε. Δεν είχε ακούσει λέξη απ’ ό,τι της είπα πριν.
«Έτσι όπως πάμε», απάντησα τελικά, «πολύ σύντομα θα αρχίσω να γράφω και για σένα.»
Χάρηκε.

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2008

ΑΜΒΛΥΩΠΙΑ

Προ ολίγων μηνών αποπειραθήκαμε να αποτρέψουμε φίλο μας, πάσχοντα από αμβλυωπία, να συναναστραφεί γνωστή μας με την επιχειρηματολογία πως η γνωστή μας είναι ρηχή, ανόητη, μπερδεμένη (λόγω, ίσως, πατρικών απωθημένων ή απλούστατα, νοθογένειας), ποταπή, ψευδολόγος, ασυνεπής, αναξιόπιστη, οπισθόβουλη, αφιλόξενη, άχρηστη ως οικοδέσποινα (και γενικότερα, ως άνθρωπος – αν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως τέτοιος), ψιθυρίστρια, κοντόθωρη, ανώριμη, ψυχοσυναισθηματικά διαταραγμένη (ευφημισμός!), ανηλεής, αναποφάσιστη, ματαιόδοξη, ανοικτίρμων, κυκλοθυμική, ανισόρροπη, ευθυνόφοβη, αμβλύνους, άτεχνη, ακαλλιέργητη, επιδερμική – και αναμφίβολα επιπόλαιη – στις σχέσεις της, δειλή, ευτελής, πέρα για πέρα εφήμερη – γενικά, διέπεται από όλα τα χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου (και διαχρονικού!) νεοφεμινιστικού θηλυκού· τώρα, σκεφτόμαστε, ίσως δε θα έπρεπε να είχαμε προβεί στην προαναφερθείσα απόπειρα, διότι οι δυο τους, όντως, ναι, ταιριάζουν απόλυτα.
(Μας έλειψαν και οι δυο, αυτή είναι η αλήθεια.)

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008

Glissando

Αισθητική, κανόνες, δοκίμια, θεωρίες, κριτικές, κυνικά σχόλια, μειδιάματα, αποφθέγματα καλλιτεχνών, εκθέσεις, εγκαίνια, μεταφυσική, Blavatsky, τζαζ, βραβεία, φεστιβάλ, σημειολογία, Nietzsche, Πλάτωνα, Bach, ζωγράφους, γλύπτες και λοιπούς καλλιτέχνες (να φαν’ κι οι κότες από δαύτους!), δυσαρμονίες, Ξενάκη, glissandi, αριστερούς, δεξιούς, μαλάκες, επαΐοντες, ψευδολόγους, καθηγητές, αγιογράφους, κι άλλους μαλάκες, κι άλλους καλλιτέχνες, οδοιπόρους στην πάχνη, τιμητικές πλάκες, λογύδρια, Wagner, lexotanil, ημερίδες, εφημερίδες, Αντί, Art Forum, βιβλιοθήκες, φωτοτυπικά, μουσική, πολλή μουσική, φτηνό κόκκινο κρασί σε εγκαίνια ομαδικών εκθέσεων ανερχόμενων καλλιτεχνών, Armani, φεμινισμό, ουτιδανά τσιράκια, ακαδημαϊκούς ουραγούς, Adorno, κάμερες, δημοσιογράφους, μαθήματα, εξεταστικές, Piero della Francesca, χοντρές και απαίδευτες ιστορικούς τέχνης, μεταπτυχιακά, χυτήρια, βροχή, έρωτες μιας νύχτας, πειραματισμούς, μαύρο, άσπρο, κόκκινο, λάδια van Gogh, πράσινο σαπούνι, νέφτι – καταντά, ναι, σχιζοφρενικό αν καλοσκεφτεί κανείς τις υπέρογκες ποσότητες σκουπιδιών που έπρεπε να καταναλώσουμε για να κάνουμε τέχνη. (Δυσκοίλιοι καλλιτέχνες όλοι μας, βρήκαμε τα σκουπίδια ταυτόχρονα σαγηνευτικά και ιδιαίτερα δύσπεπτα με απόρροια μια ελιτίστικη καούρα στο στομάχι, ένα ακαδημαϊκό κόψιμο στην κοιλιά και ένα καλλιτεχνικό και πάνω απ’ όλα εκλεπτυσμένο χέσιμο à la Hieronymus Bosch.)

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

ΑΔΙΕΞΟΔΟΣ

Μία σημειολογική παράλειψη

Έχουμε ακούσει πως μπορεί κανείς να συμπεράνει πολλά για το χαρακτήρα ενός ανθρώπου από τον τρόπο που οδηγεί. Μία εποχή, συναναστρεφόμασταν μία κοπέλα η οποία χρειαζόταν ένα αυτοκίνητο κάθε εβδομάδα διότι κάθε φορά, τα αυτοκίνητά της, τα οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα σε αδιέξοδες οδούς (και παρόδους) με προορισμό διάφορους τοίχους (παρά το γεγονός της πλήρους επίγνωσης των σημάτων με την ένδειξη αδιέξοδος) με αποτέλεσμα ανεπανόρθωτες ζημιές στα αυτοκίνητα (– εκείνη έμενε ανέπαφη, αν και δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τους όποιους συνοδηγούς). Η συναναστροφή μας με την εν λόγω οδηγό κράτησε, grosso modo, μία εβδομάδα.

ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Παρά τις κινδυνολογίες του οικογενειακού μας σύμβουλου και ψυχίατρου, για αυτοκτονία του ασθενούς του και οικογενειακού μας φίλου ο οποίος προ οκταετίας δολοφόνησε εν ψυχρώ τη μητέρα του και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, ο οικογενειακός μας φίλος (και μητροκτόνος) δεν αυτοκτόνησε αν και ο ίδιος δήλωνε και σε εμάς και στον οικογενειακό μας σύμβουλο και ψυχίατρό του, πως είχε πεθυμήσει την ελευθερία του και θα προτιμούσε να ήταν νεκρός παρά φυλακισμένος, ήτοι ανελεύθερος, πράγμα που στάθηκε ως βάση για τις προαναφερθείσες κινδυνολογίες. Έπειτα από την αποφυλάκιση του οικογενειακού μας μητροκτόνου (και φίλου) με συγκεκριμένους όρους, η οποία επιτεύχθηκε με τη βοήθεια της κινδυνολογίας περί αυτοκτονίας λόγω ανελευθερίας και συγκεκριμένα ακριβώς τρεις μέρες έπειτα από την αποφυλάκιση του οικογενειακού μας φίλου (και μητροκτόνου) με συγκεκριμένους όρους, ο οικογενειακός μας μητροκτόνος (και φίλος) αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει για πρώτη φορά και επιτυχώς, «λόγω», όπως έγραφε στο σημείωμα που έφερε τον τίτλο Μία απολογία, «αφόρητης μοναξιάς».

ΔΙΔΑΧΗ

Στη σχολή, μας έμαθαν (μεταξύ άλλων) για το ρομαντισμό, για τον ιμπρεσιονισμό, για τον εξπρεσιονισμό, για τον κυβισμό, για τον ντανταϊσμό, για το σουρεαλισμό, για τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, για το μινιμαλισμό, ναι, μέχρι και για το μεταμοντερνισμό μας έμαθαν!
Κανείς όμως δεν μπήκε στον κόπο να μας μιλήσει για το χωρισμό. Ίσως ο εν λόγω «-ισμός» να ανήκει στις γνώσεις πεζοδρομίου, όπως λέγονται.

ΕΠΙΔΕΙΞΗ

Για χάρη του βασιλιά της Ταϋλάνδης για τα ογδοηκοστά γενέθλιά του, τετρακόσιοι αλεξιπτωτιστές έκαναν εντυπωσιακή επίδειξη ελεύθερης πτώσης – η οποία ήταν και η τελευταία τους.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ

«Είχα σοβαρά γυναικολογικά προβλήματα όσο δούλευα ως αεροσυνοδός», μας εκμυστηρεύτηκε τις προάλλες η φίλη μας η οποία μέχρι πρότινος δούλευε ως αεροσυνοδός σε ξακουστή αεροπορική εταιρία. «Θυμάμαι», συνέχισε με συνωμοτικό ύφος (και ένα ίχνος γκλαμουριάς – λόγω, ίσως, της υπογραφής του Μάκη Τσέλιου στη φόρμα εργασίας), «κάποια περίοδο που είχα καθυστέρηση τριών μηνών», πάνω στο οποίο όταν τη ρωτήσαμε πως έλυσε το πρόβλημά της (δηλαδή της καθυστέρησης), μας έδωσε την ακόλουθη απάντηση: «Με έκτρωση, φυσικά».
Μακάρι να λύνονταν έτσι άκοπα και (το κατά δύναμιν) αναίμακτα κι οι καθυστερήσεις των πτήσεων.

ΣΤΙΞΗ

Μία συντακτική παράλειψη

Έπειτα από το μήνυμα της Πυθίας από το κινητό της τηλέφωνο «ΣΗΜΕΡΑ Ο ΓΥΜΝΑΣΤΗΣ ΜΑΣ ΠΕΘΑΝΕ», φορέσαμε πένθιμα ρούχα και την επισκεφτήκαμε.
Έδειχνε, πραγματικά, πολύ κουρασμένη.

ΑΣΥΛΙΑ

Μάθαμε πως τις προάλλες, παλιός γνωστός μας αποκεφάλισε τη σύζυγό του. Όταν το ρωτήσαμε το λόγο που το έκανε, απάντησε: «Επειδή ήταν πουτάνα». Κρίναμε την εξήγηση του γνωστού μας ειλικρινή και – για να λέμε την αλήθεια – δεν έχουμε κανένα λόγο να την αμφισβητήσουμε.
Αναρωτιόμαστε, ωστόσο, εάν η πουτανιά του θύματος οφείλεται στην τιμαλφή γαλαζοαίματη καταγωγή του ή στη μητρική νουθέτηση (σε συνδυασμό με την πατρική στέρηση) ή απλούστατα στο θεοειδές θηλυκό του γένος. – Όπως και να ’χει, προσφέραμε στο γνωστό μας, άσυλο στον ξενώνα του σπιτιού μας για αρκετό καιρό.

ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ

Πάντοτε χρησιμοποιούσαμε το κτίριο της ΒΕΜ στην Αλίμου ως προσωπικό μας ορόσημο της γειτονιάς μας και ως όργανο προσανατολισμού (συνήθεις ήταν οι φράσεις «στη ΒΕΜ δεξιά» ή «λίγο πιο πάνω από τη ΒΕΜ» ή ακόμα και «απέναντι από τη ΒΕΜ»). Τώρα που το κτίριο της ΒΕΜ κατεδαφίστηκε και το οικόπεδο έχει μείνει κενό, όχι μόνο έχουμε πρόβλημα να προσανατολιστούμε στη γειτονιά μας αλλά το βρίσκουμε ιδιαίτερα δύσκολο να προσεγγίσουμε τους ίδιους μας τους εαυτούς, όπως λέγεται, καθώς μάλιστα συνειδητοποιήσαμε περπατώντας μπροστά από το πάλαι ποτέ κτίριο της ΒΕΜ, ήτοι μπροστά από το πλέον κενό οικόπεδο, πως έχουμε από καιρό χαθεί μεταξύ μας και ήδη από καιρό, χάσει τους εαυτούς μας.

ΣΥΝΤΑΓΗ

Περιχαρής, ήρθε να μας ανακοινώσει το χαρμόσυνο γεγονός της εγκυμοσύνης της. Σκεφτήκαμε πως, πράγματι, φαινόταν να είχε βρει τα ιδανικά που πάντοτε επιθυμούσε: ευτυχία, ψυχική γαλήνη, πνευματική διαύγεια, ενδότερη ισορροπία, εξάμηνη άδεια· αυτό που της έλειπε μονάχα τώρα, ήταν να βρει τον μπαμπά του βρέφους.

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008

ΕΠΙΛΟΓΗ

Παλιός καθηγητής μας σε σημείωμα πριν την αυτοκτονία του, μεταξύ άλλων, έγραφε: «Είμαι πολύ έξυπνος για τούτο τον κόσμο». Αφού έγραψε το σημείωμά του, αυτοκτόνησε.
Το μαλάκα.

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

ΑΝΑΤΑΡΑΞΗ

Κοίταξα για πρώτη φορά τα ξανθά μακριά κυματιστά μαλλιά της όταν πέρασε από δίπλα μου με την κανάτα γεμάτη ζεματιστό τσάι. Άκουσα για πρώτη φορά την αγγελική της φωνή όταν σαν αθώο παιδάκι έλεγε αμήχανα «Τσάι παρακαλώ;», «Tea please?» και η κανάτα να είναι βαριά στα ντελικάτα χέρια της με τη χλωμή επιδερμίδα, που είχαν μόλις αρχίσει να τρέμουν. Είχε κάνει γαλλικό στα νύχια της και η στολή της ήταν πρόσφατα σιδερωμένη. Άφησα το βλέμμα μου να χαϊδέψει τα μαλλιά της πασχίζοντας να μην την ερωτευθώ και προσπάθησα να μαντέψω την πρώτη συλλαβή του ονόματός της. Η Escada Moon Sparkle που ανέδυε μου θύμισε κάτι μητρικό, μία θερμή αγκαλιά, ένα παρηγορητικό νεύμα, σκέφτηκα το χαμόγελο της μητέρας μου που ενέπνεε ασφάλεια, τις προσευχές που έκανα μικρός στην Παρθένο, τις εικόνες του Βρέφους, τούτο το θείο εναγκαλισμό, έπειτα την τραγική Pieta, «μα…» ψέλλισα κι εκείνη τη στιγμή προσωπικής έκστασης, σα να άκουσε κάτι, έστρεψε το κεφάλι της και αφήνοντάς με να γίνω πιο αδιάκριτος και να κοιτάξω λάγνα το παιδικό προφίλ της, τα πράσινα αμυγδαλωτά μάτια, το μυτάκι που θέλεις να το φιλήσεις, τα γλυκά χειλάκια που σου θυμίζουν την πρώτη σου αγάπη στο δημοτικό, πριν ακόμα καταλάβεις τι είναι αυτό το αρχέγονο συναίσθημα που νιώθεις, πριν μάθεις να ερωτεύεσαι, πριν εκλογικεύσεις τους αθώους και αφελείς αυθορμητισμούς σου, τούτη η μέθη από τη στιγμιαία επιφοίτηση κράτησε για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να στρέψει το κεφάλι της πάλι αφήνοντας μία ευωδία από Organics, συνέχισα το αδιάκριτο οφθαλμικό χάδι μου στα κύματα των μαλλιών της, στην καμπύλη του ντελικάτου λαιμού της, αφέθηκα στην αμαρτωλή φαντασία μου που άρχισε να τη γδύνει εισπνέοντας λάγνα το άρωμα των μαλλιών της και εκπνέοντας τρυφερά λόγια στη μεταξένια επιδερμίδα του λαιμού της, «αγάπη», ψιθύρισα με αφέλεια, αλλά δε γύρισε τούτη τη φορά, τεντώθηκε για να προσφέρει τσάι σε κάποιον επιβάτη γεννώντας μου τη φαντασίωση να κοιμάμαι στο γυμνό μπράτσο της μετά από αμέτρητους, άνομους οργασμούς, «ηδονή» είπα σιγανά στον εαυτό μου σκεφτόμενος πως τίποτε άλλο δε θα ταίριαζε μετά από τούτες τις δύο λέξεις παρά ο δίφθογγος «γδ», που γαργαλούσε παιχνιδιάρικα τον ουρανίσκο και εξήπτε ερωτικά την άκρη της γλώσσας, μα όταν προχώρησε και χάθηκε στο διάδρομο του αεροπλάνου, συνεχίζοντας να προσφέρει τσάι, αφήνοντας να της ξεφύγει ένα αυθόρμητο γελάκι από ένα αστείο που δεν άκουσα, δεν κατάλαβα, η εντύπωση και μόνο που άφησε στο μυαλό μου, η οπτασία που είχα και μπορεί να φαντάστηκα στην ονειροπόληση του επικείμενου ταξιδιού μου, οι άκρες των κυματιστών μαλλιών της που χάιδευαν στη φαντασία μου τη γυμνή της πλάτη, δεν μπορούσαν παρά να μου αφήσουν ένα ονειρικό, ένα εκκλησιαστικό, ένα χορωδιακό, σχεδόν σαν αναστεναγμός ηδονής, «ααα…», τούτη η αιθέρια ύπαρξη που περπάτησε πριν από λίγο δίπλα μου και για λίγα δευτερόλεπτα ήταν κάτι απτό πριν υπερβεί την πεζή μου πραγματικότητα και αναχθεί σε παγανιστική ιδέα, είχε χαθεί στο βάθος του αεροπλάνου όταν ψιθύρισα «Μάγδα…», αλλά δεν άκουσε τίποτα.

Τρίτη 26 Αυγούστου 2008

ΘΗΡΑ

Την προηγούμενη εβδομάδα, μας φιλοξένησε ένας γνωστός μας στο εξοχικό του, στο Καρπενήσι, όπου στον ελεύθερο χρόνο του κυνηγούσε στο δάσος. Με περηφάνια, μας έδειχνε τα κεφάλια από αρσενικά και θηλυκά ελάφια που είχε κυνηγήσει και σκοτώσει ο ίδιος και είχε κρεμάσει ως τρόπαια στον τοίχο του εξοχικού του στο Καρπενήσι.
Σήμερα, το κεφάλι του γνωστού μας είναι κρεμασμένο στο δικό μας τοίχο, στο σπίτι μας, στην Αθήνα, και μπορούμε με περηφάνια να το δείχνουμε σε κάθε μουσαφίρη μας.

ΕΚΤΡΟΠΗ

Σχεδιάζουν, ακούσαμε, την εκτροπή του Αχελώου ποταμού για τις «ανάγκες», όπως είπαν, «ύδρευσης πόλεων και οικισμών». – Ας θανατώσουν μερικούς πολιτικούς· όλοι αυτοί, τόσο που μιλάνε, σίγουρα, θα πρέπει να πίνουν πολύ νερό.

ΙΣΟΠΕΔΩΣΗ - ΑΦΑΝΙΣΜΟΣ - ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ

Μία απαίτηση

Μάθαμε πως στη Ζαχάρω, εκπρόσωποι της ιθύνουσας τάξης υπεξαίρεσαν χρηματικά ποσά από την Αυστραλιανή κυβέρνηση τα οποία προορίζονταν για τους πυρόπληκτους και άρχισαν να κτίζουν δίχως μειοδοτικό διαγωνισμό, δημαρχείο σε χώρο «οικιστικού πράσινου», συνεπώς μη οικοδομήσιμου.
Απαιτούμε έπειτα από το προαναφερθέν συμβάν, την άμεση κατεδάφιση όλων των δημαρχείων και παρεμφερών κτιρίων της χώρας (συμπεριλαμβανομένης της Βουλής) και στη θέση τους, ανέγερση κοινοβίων για τους άστεγους.

Κυριακή 29 Ιουνίου 2008

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Ήταν νωρίς το πρωί όταν άρχισα να ακούω το No. 1 από τα Gnossiennes του Satie. Βρισκόμουν στην γκαρσονιέρα της. Μύριζα Lux Shimmering Sea και το δωμάτιο σεξ. Εκείνη είχε πάει στο σχολείο για να διδάξει στα οκτάχρονα την τέχνη της ρουφιανιάς – δασκάλα επαρχιακού ελληνικού σχολείου γαρ. Ήξερα ότι ήταν οι τελευταίες ώρες μου σε τούτη την γκαρσονιέρα, σε τούτο το νησί, ήξερα ότι λίγο πριν φύγει, όταν την αποχαιρέτισα και μέσα σε ένα σύντομο εναγκαλισμό μύρισα το λαιμό της, ήταν η τελευταία φορά που μύριζα την Gaultier άψογα συνδυασμένη και τέλεια ισορροπημένη με την προσωπική της ευωδία. Ετοίμασα τις βαλίτσες μου, δίχως να ξεχάσω να πακετάρω πολύ προσεκτικά τις αναμνήσεις μου. Όταν βγήκα στο κρύο των Χανίων, άφησα τη φωλιά της αδειανή. Στην ανηφόρα προς το αεροδρόμιο, εκεί, κοντά στις Νύμφες και την Κουκουβάγια, άρχισα να αισθάνομαι περισσότερο απελευθερωμένος από πληγωμένος και γνώριζα πως ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπα τη θέα των Χανίων από εκείνο ακριβώς το σημείο όπου μία ημέρα πριν είχαμε μοιραστεί τη θέα μαζί και εκείνη να πίνει τη ζεστή σοκολάτα της πολύ προσεκτικά δίχως να της τσουρουφλίζει τα χείλη και τη γλώσσα η καθεαυτή σοκολάτα κάτω από τον αφρό, να πίνει τον επιφανειακό αφρό και όχι την καυτή αληθινή σοκολάτα που τσουρουφλίζει τα χείλη και τη γλώσσα και καμιά φορά το έγκαυμα μένει ανεπούλωτο, και να μου δείχνει με το δαχτυλάκι της μακριά, στους πρόποδες του λόφου, «εκεί που έχει ομίχλη τώρα», το σχολείο όπου διδάσκει, να μου έχει λείψει ο Satie μου, η ηρεμία μου, η αληθινή σοκολάτα και όχι ο αφρός, το πρωί όταν εκείνη έφυγε άρχισα να ακούω Satie, όταν έφτασα στο αεροδρόμιο, ακόμα βουτηγμένος στο ψύχος των Χανίων, στο γκρίζο του ουρανού, στο τσουρούφλισμα της σοκολάτας, στο πλήγμα των ενοχών, γνώριζα πως θα ’ταν η τελευταία φορά που βρισκόμουν σε τούτο το άσχημο αεροδρόμιο και τώρα που προσγειώνομαι και διαβάζω κάτι από Nietzsche περί επιθυμιών, το μόνο που με προβληματίζει είναι ότι το γνωρίζει κι εκείνη.

Τρίτη 17 Ιουνίου 2008

ΑΠΑΡΝΗΣΗ

Μία επιρροή

Μίσησα τόσο πολύ τον εαυτό μου όταν συνειδητοποίησα πόσο άχρηστη και πέρα για πέρα ακίνδυνη ήταν η τέχνη που έκανα όσο ήμουν επηρεασμένος από τούτον τον τελειωμένο ρομαντικό της δεκάρας, Bachelard, που κόντεψα να μην κάνω ποτέ ξανά τέχνη και να μη συμφιλιωθώ ποτέ με τον εαυτό μου. Τώρα σκέφτομαι πως δε θα είχα αμφισβητήσει, απαρνηθεί και τελικά, σιχαθεί τον Bachelard και συνεπώς, την τέχνη μου που ήταν επηρεασμένη από τον Bachelard, εάν δεν είχα αγαπήσει τον Bachelard και ενθουσιαστεί με την τέχνη που έκανα όσο αγαπούσα τον Bachelard. Τώρα, δε δίνω δεκάρα για το τι λέει ο Bachelard.

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2008

ΧΩΝΕΥΣΗ

Έπειτα από το διαζύγιο μεταξύ των γονέων εγκάρδιας φίλης μας, η ίδια προέβη στην ακόλουθη δήλωση: «Ακόμα η αδερφή μου δεν μπορεί να το χωνέψει», αναφερόμενη (εικοτολογήσαμε) σε ένα ψαρονέφρι το οποίο είχε φάει η αδερφή της εγκάρδιας φίλης μας, λίγες μέρες πριν, σε μία ταβέρνα σε ένα ορεινό χωριό ενός ελληνικού νησιού.

Σάββατο 10 Μαΐου 2008

ΔΙΑΤΡΟΦΗ

Έπειτα από τεστ πατρότητας που διεξήχθη σε δίδυμες αδερφές, αποδείχθηκε πως αληθινή κόρη του υποψήφιου πατέρα ήταν μονάχα μία από τις δύο θυγατέρες, γεγονός το οποίο μας μπέρδεψε αρκετά, διότι η ομοιότητα μεταξύ των δύο θυγατέρων ήταν παραπάνω από εκπληκτική (εάν εξαιρέσουμε κάποια παραπανίσια κιλά και μια ελιά στο πάνω χείλος), όπως επίσης ηλίου φαεινότερη ήταν και η ομοιότητα ανάμεσα στη δίδυμη αδερφή που δεν ήταν, τελικά, θυγατέρα του πατέρα της δίδυμης αδερφής της και στον πατέρα της δίδυμης αδερφής της.
Έπειτα από το διαζύγιο, ο πατέρας, μάθαμε τελευταία, πληρώνει διατροφή μονάχα για μία από τις δύο δίδυμες αδερφές, ήτοι στη μοναχοκόρη του.


Πάνω: Λεπτομέρεια από τη Madonna Sistina, λάδι σε καμβά, 1512-1514, του Ραφαέλ

Κάτω: Σκηνή από το Parent Trap (1961), του David Swift, με τη Hayley Mills

Κυριακή 4 Μαΐου 2008

ΕΠΙΘΥΜΙΑ

Έπειτα από το πέρας ανάγνωσης του Tender is the Night και της πρωτοφανούς – αλλά εύλογα δικαιολογημένης – επιθυμίας μου να επισκεφτώ τη Γαλλική Ριβιέρα με μία ξανθιά κοπέλα που γνώριζα πως κι εκείνη επιθυμούσε να επισκεφτεί τη Γαλλική Ριβιέρα (δίχως να έχει διαβάσει ούτε μία σελίδα από το Tender is the Night), παρευθύς κατέληξα σε μία ταβέρνα να τρώω ιδρωμένος (λόγω κλειστοφοβίας) και αγχωμένος (λόγω μίας λαδιάς στο παντελόνι μου), ένα παρηγορητικό ψαρονέφρι (– αγγλιστί tenderloin – και μειδιώ στην ειρωνεία) σε ένα ορεινό χωριό που λέγεται Θέρισσος (όπου τα Όρη είναι τόσο λευκά όσο και ορισμένες ρωσικές Νύχτες) με μία μελαχρινή κοπέλα με πατρικά απωθημένα και έναν πρωτόγνωρο για εκείνη, φόβο στους ιθυφάλλους – που ούτε καν γνώριζε τι εστί Fitzgerald. Παντού αιωρείτο η μυρωδιά προβάτων και γιδιών – ακόμα και μέσα στην ταβέρνα. Κι όσο τρυφερή ήταν η χειμερινή νύχτα (παρά τις απεχθείς μυρωδιές της), τόσο ωμά και δύσπεπτα (σαν το προαναφερθέν ψαρονέφρι) ήταν τα θερινά της όνειρα.

ΦΗΜΟΛΟΓΙΑ

Η παρέα την οποία μέχρι πρότινος συναναστρεφόμουν και την οποία είχα βαρεθεί εδώ και πολύ καιρό τώρα – μην πω σιχαθεί μάλιστα -, διέδωσε την άσχημη φήμη για μένα πως προχθές δολοφόνησα έναν άνθρωπο. Τη φήμη διέδωσε η εν λόγω παρέα αφού έπαψα να συναναστρέφομαι την εν λόγω παρέα και μετά τη συγγραφή ενός διηγήματός μου (σε πρώτο πρόσωπο και με λεπτομερέστατη περιγραφή των γεγονότων) κατά το οποίο ο αφηγητής δολοφονεί μία γυναίκα της οποίας ο χαρακτήρας είναι βασισμένος σε μία γυναίκα από την εν λόγω παρέα – η οποία είναι δυστυχώς ακόμα ζωντανή.

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ

Άκουγε τόσο πολύ Rachmaninoff και επειδή την αγαπούσα, αγάπησα και το Rachmaninoff. Έπειτα από καιρό, συνειδητοποίησα πως την είχα μισήσει επειδή ανέκαθεν σιχαινόμουν το Rachmaninoff (ενώ κόντευα να σιχαθώ τον εαυτό μου που είχε αγαπήσει το Rachmaninoff). Το ίδιο, σκέφτομαι, συνέβη και σε εκείνη λόγω της αγάπης μου – και της απέχθειας που έτρεφε – για το Satie. Τελικά, τα συναισθήματα μεταξύ μας ήταν πάντοτε συντονισμένα και αμοιβαία.

ΣΥΝΔΡΟΜΟ DOWN

Ένα κτηνώδες ποίημα

Προ ολίγων ημερών, ακούσαμε τον ακόλουθο διάλογο ανάμεσα σε δύο δασκάλες (αμφότερες γύρω στα είκοσι τρία), διορισμένες στα Χανιά της Κρήτης:
«Τελικά, Αλίκη, θα το κάνεις το μεταπτυχιακό;»
«Το σκεφτόμουνα, μωρέ, αλλά να…»
«Δεν έχεις χρόνο;»
«Όχι, δεν είναι αυτό.»
«Αλλά;»
«Έχει να κάνει με παιδιά με ειδικές ανάγκες και τα περισσότερα είναι νταουνάκια και με πιάνει κατάθλιψη.»
«Ίου! Ε, αν είναι έτσι, μην το συζητάς, ξέχνα το.»
Η αναγούλα που μας προκάλεσε η ειλικρίνεια των δασκάλων ήταν τόσο έντονη που χρειάστηκε να ακούσουμε το Rudepoêma του Villa-Lobos δύο με τρεις φορές για να συνέλθουμε. (– Όχι πως νιώσαμε καλύτερα εδώ που τα λέμε∙ έπρεπε να απομακρυνθούμε αργότερα από τις εν λόγω δασκάλες και μάλιστα να απομακρυνθούμε από τα Χανιά – και από ολόκληρη την Κρήτη – για να βρούμε την ησυχία μας, όπως λέγεται, και γνωρίζουμε τώρα πως έπρεπε ήδη να είχαμε απομακρυνθεί από τις εν λόγω δασκάλες την κατάλληλη στιγμή, πράγμα που δεν κάναμε.)

Πέμπτη 1 Μαΐου 2008

ΕΠΙΠΕΦΥΚΙΤΙΔΑ

Ένα άλλοθι

Ο φίλος μας ο Αλμπέρτο μιλούσε τόσο ακηδώς και με φανερώς κάλπικο και πέρα για πέρα τεχνητό ενθουσιασμό – σε βαθμό έσχατου θεατρινισμού – για το φουτουρισμό και μάλιστα για το μανιφέστο του φουτουρισμού (από το οποίο, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αλμπέρτο, συμπεράναμε ότι δεν είχε διαβάσει ούτε μία αράδα – ίσως, ναι, ένα πασάλειμμα έριξε, όπως λέγεται), ακόμα, ναι, και η εμμονή του Αλμπέρτο με το φουτουρισμό ήταν τόσο πρόχειρα σκηνοθετημένη – συνεπώς γκροτέσκα και οιονεί πρόστυχη – (όλα πια τα έβλεπε μέσα από το πρίσμα του φουτουρισμού, ναι, τόσο απαίδευτος ήταν! – μέχρι και τα συγγράμματα του Γιάννη Φάντη είχε χαρακτηρίσει φουτουριστικά – φευ!), που χάσαμε πλέον πάσα ιδέα για την καλλιτεχνική παιδεία του φίλου μας του Αλμπέρτο (για την οποία ο ίδιος δεν καυχιόταν, οφείλουμε να παραδεχτούμε) αλλά και κάθε εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του (για την ηθική ακεραιότητα του οποίου, επίσης δεν καυχιόταν – αν λάβουμε υπόψη και τις πολιτικές πεποιθήσεις της πλειοψηφίας των φουτουριστών).
Μας φάνηκε δύσκολο – έως, τελικά, αδύνατο – έπειτα από τρία με τέσσερα χρόνια αγενούς και προσβλητικής – ίσως, ναι, ιερόσυλης (για εκείνα τα άχρηστα ρομαντικά μυαλά που θεωρούν την τέχνη ιερή) – προσέγγισης του φουτουρισμού εκ μέρους του εντελώς αδαούς περί ιστορίας της τέχνης, φίλου μας, Αλμπέρτο (τον οποίο μία ωραία θερινή πρωία θα ρωτήσουμε με αντίστοιχο ενθουσιασμό τι εστί επιπεφυκίτιδα – οπτικός ο ίδιος, γαρ), να του εμπιστευθούμε ένα φλέγον προσωπικό μας ζήτημα ζωτικής σημασίας για τη συνέχιση της ήδη κλονισμένης φιλίας μας με τον Αλμπέρτο (λόγω της προαναφερθείσας προσέγγισης του φουτουρισμού εκ μέρους του εν λόγω φίλου μας). – Ή αλλιώς: Cherchez la femme.




Umberto Boccioni, Επέλαση των Λογχοφόρων, 1915, τέμπερα και κολάζ σε χαρτόνι 32 x 50 cm

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2008

ΣΥΝΔΙΑΛΕΞΗ

Χτύπος κινητού τηλεφώνου. Γλυφάδα. Γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι (για ορισμένους πρωί).
«Ναι.»
«Καλημέρα φίλε μου, τί κάνεις;»
«Το πρωί στραγγάλισα τη μητέρα μου, δολοφόνησα τον πατέρα μου με ένα κουζινομάχαιρο, έπειτα σκότωσα στο δρόμο το γείτονα με την κυνηγετική, πριν από λίγο άνοιξα το κεφάλι μίας άγνωστης στο δρόμο με ένα λοστό που είχα από μικρός και μόλις τώρα έπνιξα το νεογέννητό της στην κούνια με ένα μαξιλάρι. Αφού το βίασα.»
«…» (Σάστισμα από το άλλο άκρο της γραμμής.)
«Τί τρέχει;»
«Τι να σου πω… Κουράγιο!»
«Ευχαριστώ, ρε. Τώρα έχω να πάω στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς μου. Με περιμένει για μεσημεριανό με τους γονείς της.»
«Εεε… Καλή συνέχεια.»
«Ευχαριστώ, ρε. Λοιπόν!»
«Τί;»
«Εσύ τί θα κάνεις μετά;»

Τρίτη 11 Μαρτίου 2008

ΚΥΡΙΑΚΗ

Εκεί, κατά τις τρεις το πρωί, άκουσε το αηδόνι να τραγουδάει έξω από το παράθυρό του. Πολύ νωρίς, συλλογίστηκε· όντως, τις περισσότερες φορές, το αηδόνι άρχιζε το τρυφερό σα μητρική αγκαλιά και γλυκό σαν ερωτική έλξη, τραγούδι του κατά τις πέντε. Εκείνος το γνώριζε αυτό, διότι τελευταία δεν κοιμόταν καλά. Μήπως το ότι ήρθε νωρίτερα σήμερα το αηδόνι σημαίνει κάτι;, αναρωτήθηκε.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι του και έτσι γυμνός που ήταν πήρε την ακουστική κιθάρα του και βγήκε στο μπαλκόνι. Δεν τον ένοιαζε το κρύο. Μήτε τον τρόμαζε το κρυοπάγημα. Ό,τι είχε να χάσει το είχε χάσει προ πολλού. Κάθισε στο κάθισμα από μπαμπού και αφουγκράστηκε το χάραμα. Ένας γκιώνης καλούσε μυστικιστικά το ταίρι του. Ένα ξαφνικό δροσερό αεράκι – να, σαν ανέλπιστος έρωτας – έκανε τις δάφνες να θροΐσουν. Αλλά, πιο έντονος απ’ όλους αυτούς τους γνώριμους ήχους που στοιχειώνουν πολλές φορές τη νύχτα μας, ήταν εκείνος του αηδονιού που σα βγήκε εκείνος γυμνός στο μπαλκόνι με την κιθάρα του, το κελάηδημά του έγινε εντονότερο – σαν την πρόσφατη ανάμνηση μίας χαμένης αγκαλιάς – που στοίχειωνε τη δική του νύχτα.
Ήταν πλέον πεπεισμένος πως το αηδόνι τον καλούσε να το συνοδεύσει με την κιθάρα του στο ζωηρό του κελάηδημα. Ξεκίνησε να παίζει το Blackbird των Beatles. Σκέφτηκε ότι θα ταίριαζε. Σαν άκουσε το αηδόνι τις πρώτες νότες, ζωήρεψε περισσότερο και το κελάηδημά του έγινε ακόμα πιο έντονο. Παίξανε μαζί, έτσι τελετουργικά μέσα στη νύχτα, για μερικά δευτερόλεπτα. Εκείνος είχε λιγωθεί από την ομορφιά του συντονισμού. Το αηδόνι δεν ένιωθε πια μόνο του. Αλλά κάποια στιγμή, κι επειδή του άρεσε τόσο πολύ ο ήχος από την κιθάρα του γυμνού ανθρώπου, ένιωσε να πνίγεται από τούτη την πρωτόγνωρη ομορφιά. Δεν είχε ξανανιώσει τόσο όμορφα, με αποτέλεσμα να παγώσει από τρόμο. Και σταμάτησε να κελαηδάει. Εκείνος όμως δεν το πρόσεξε έτσι λιγωμένος από τη διονυσιακή του μέθη που του πρόσφερε η μουσική και άρχισε να παίζει πιο δυνατά την κιθάρα του μέχρι που έπαψε να εναρμονίζεται με τη νύχτα – σχεδόν, το έθιξε το καημένο το αηδόνι. Ναι, έθιξε την περηφάνια του.
Όταν το αηδόνι πέταξε μακριά, εκείνος το κατάλαβε. Δεν το άκουσε να πετάει, αλλά ένιωσε μία απώλεια μέσα του, μία απώλεια που γνώριζε πως καμία κιθάρα και κανένα τραγούδι και κανένα άλλο νυχτοπούλι δε θα το βοηθούσε να βαστάξει. Γνώριζε πως είχε μείνει μόνος του. Κάθισε γυμνός με την κιθάρα του χωρίς να παίζει. Άκουγε τον γκιώνη. Μέχρι και το αεράκι είχε πάψει. Εκείνο το δροσερό αεράκι του καλοκαιρινού πρωινού που, πριν ακόμα χαράξει, παιχνιδίζει ερωτικά με το λευκό πέπλο της κουρτίνας μπροστά από το θερμό γκρίζο του ουρανού…
Ευτυχώς, σκέφτηκε, τα τριαντάφυλλα του κήπου μου είναι όλα κόκκινα, το αηδόνι δε θα κάνει καμιά ανοησία (σκεφτόμενος κάτι που είχε διαβάσει από τον Oscar Wilde).
Ξημέρωνε Κυριακή.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2008

ΟΙΣΤΡΗΛΑΣΙΑ

Πίστευε πως είχε παρακμάσει τόσο πολύ ως συγγραφέας που ξεχνούσε – συνειδητά – να πάρει μαζί του ένα μολύβι ή ένα στυλό· το μόνο που πρόδιδε μία ελπίδα αναβίωσης του συγγραφικού του οίστρου ήταν ένα μικρό σημειωματάριο γεμάτο σκέψεις δικές του έτσι όπως τις είχε καταγράψει ο ίδιος – με ορισμένες σκόρπιες σελίδες κενές (άλλες προς το τέλος, δύο ή τρεις στην αρχή – όπως συνήθιζε να αφήνει –, ή πίσω από κάποιο κείμενο που του είχε αρέσει τόσο πολύ που δεν ήθελε να το υποτιμήσει γράφοντας στην επόμενη σελίδα, ήτοι στο πίσω μέρος του ίδιου φύλλου).
Κάθισε σε μία καφετέρια και παρήγγειλε έναν καπουτσίνο· θέλησε τότε να γράψει κάτι. Ρώτησε τη σερβιτόρα εάν μπορούσε να δανειστεί «ένα στυλό ή ένα μολύβι».
Εκείνη του απάντησε: «Ό,τι θέλεις».
Σάστισε για λίγο. Τελικά, προτίμησε το στυλό (– το μολύβι εάν δεν ήταν ποιοτικό, μπορεί να εξαφανιζόταν με το χρόνο και μπορεί να έγραφε κάτι ωραίο κι έπειτα να ξεχνούσε να το καθαρογράψει στο αρχείο του – άσε που η μύτη του μολυβιού μπορεί να χρειαζόταν ξύσιμο και να αναγκαζόταν να ζητήσει και ξύστρα και ήταν και ντροπαλός κλπ.).
Άνοιξε το σημειωματάριό του σε μία από τις τελευταίες σελίδες. Ένιωσε όμορφα στη θέαση της κενής σελίδας· σαν την απειροελάχιστη στιγμή πριν την επαφή με το γυμνό κορμί ενός παρθένου κοριτσιού – σχεδόν είχε λιγωθεί από εκείνο που ο ίδιος – ρομαντικός γαρ – ονόμαζε έμπνευση. (– Έξω βρέχει κιόλας, σκέφτηκε, έχει κρύο, ο ουρανός είναι γκρίζος, εχθρικός…)
Πήγε να γράψει κάτι και πρόσεξε πως το στυλό ήταν φαγωμένο στην άκρη από τα δόντια ενός νευρικού ατόμου, που υπέθεσε πως ήταν της σερβιτόρας.
Έγραψε ένα ποίημα για τα δόντια της σερβιτόρας.

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2008

ΕΚΤΑΦΗ

Ένα μήνυμα

Η κληρονομιά που μας άφησε η προσφάτως αποθανούσα θεία μας περιελάμβανε και ένα δαχτυλίδι-σκαραβαίο το οποίο φορούσε πάντοτε (από την ημέρα που το κληροδότησε η θεία της μέχρι και την κηδεία της θείας μας και ίσως λίγο αργότερα) στο μεσαίο δάχτυλο του αριστερού της χεριού.
Κατά την ανάγνωση της διαθήκης της θείας μας, η οποία έλαβε χώρα έπειτα από την κηδεία, συμπεράναμε πως για την ορθή εκτέλεση της διαθήκης της θείας μας έπρεπε να γίνει εκταφή της σωρού της θείας μας για να πάρουμε το δαχτυλίδι (όπως όριζε η διαθήκη της θείας μας), πάνω στο οποίο ο δικηγόρος και εκτελεστής της διαθήκης, έμεινε σύμφωνος.
Κατά την εκταφή της σωρού της θείας μας, προσέξαμε πως το δαχτυλίδι-σκαραβαίος είχε φορεθεί έπειτα από την ταφή και μέσα στο φέρετρο στο μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού της θείας μας.
Ευτυχώς, κόψαμε το σωστό δάχτυλο.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

Όταν ο δημοσιογράφος, και ανταποκριτής σε γνωστό νοσοκομείο της Αθήνας, περιέγραψε «επεισόδιο» σε παρουσιαστή πρωινού δελτίου ειδήσεων επίσης γνωστού ελληνικού ιδιωτικού καναλιού (κατά το οποίο ο 71χρονος πατέρας με ψυχολογικά προβλήματα μαχαίρωσε το γιο του στην κοιλιά) με αποτέλεσμα να τον πληγώσει θανάσιμα, τα τελευταία του λόγια αρθρώθηκαν με δυσκολία:
«Οικογενειακή…τραγωδία…διάλειμμα…για διαφημίσεις…»

ΣΥΓΧΥΣΗ

Με τα mp3, τις αντιγραφές και επικολλήσεις (copy-paste), τα καψίματα των οπτικών δίσκων (cd burn) και το συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό που κατεβάζουμε (download) τραγούδια απ’ το ηλεκτρονικό διαδίκτυο (internet), τη λανθασμένη αρχειοθέτηση των τραγουδιών, συνεπώς τη λανθασμένη λήψη ταυτότητας και ονομασίας των τραγουδιών, τη σύγχυση που έχει δημιουργηθεί από όλους τους ακηδείς και αδαείς σε θέματα μουσικής, χρήστες του διαδικτύου, έχουμε μπλέξει τα μπούτια μας, όπως λέγεται.
Τις προάλλες, για παράδειγμα, ήρθε ο γιος μου και με ρώτησε εάν έχω ακούσει το Ravel του Bolero.

ΗΘΙΚΗ ΑΜΟΙΒΗ

Σε κανονιοφόρο του στόλου μας, μέσα σε ένα από τα κανόνια που έφερε, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης πυρών, κόλλησε ένα βλήμα.
Όταν ο δημόσιος υπάλληλος (επικελευστής της εν λόγω κανονιοφόρου και ειδικότητας εσχαρέα) Τ. Κυριακίδης, ευελπιστώντας σε κάποια επιδοκιμασία από κάποιον ανώτερο (με υπέρτατο όνειρο-φαντασίωση να διαβαστεί η ηθική αμοιβή, όπως συνηθίζεται να λέγεται, από το Αρχηγείο Στόλου προς το όνομά του κατά τη διάρκεια πρωινής επιθεώρησης, όπως συνηθίζεται να γίνεται), αποπειράθηκε να βγάλει το βλήμα από το κανόνι χρησιμοποιώντας τα χέρια του και μία κουτάλα από το μαγειρείο του πληρώματος.
Επειδή ο Τ. Κυριακίδης είχε καλή άρθρωση (παρά την ειδικότητά του) – ίσως μάλιστα να ήταν και ο μόνος που ήξερε ανάγνωση και γραφή (αλλά όχι τόσο καλή ορθογραφία) από την κανονιοφόρο (– μέχρι και ο καπετάνιος, με βαθμό πλοιάρχου, κάπου κωλυόταν, ιδιαίτερα στις μεγάλες περιόδους με πολλές παραπομπές και ολόκληρες φράσεις εντός παρενθέσεων) – ήταν εκείνος που στις πρωινές επιθεωρήσεις της εν λόγω κανονιοφόρου διάβαζε τις ηθικές αμοιβές από το Αρχηγείο Στόλου (– εξ ου και το όνειρο-φαντασίωση που είχε: εάν βρισκόταν κάποιος που θα γνώριζε ανάγνωση, να διάβαζε την ηθική αμοιβή του Τ. Κυριακίδη – επειδή δε συνηθίζεται να διαβάζει κάποιος την ηθική αμοιβή που προορίζεται για τον εαυτό του –, έπειτα όλοι να το συνέχαιραν, να χτυπούσαν την πλάτη του, να τον καλούσε ο καπετάνιος για ιδιαίτερη επιδοκιμασία κλπ.).
Έπειτα από την παραπάνω απόπειρα του δημόσιου υπαλλήλου Τ. Κυριακίδη (και αφού κατάφερε να πιάσει στα χέρια του το βλήμα που είχε φρακάρει στο κανόνι, με τη βοήθεια πάντα της κουτάλας από το μαγειρείο πληρώματος), ο δημόσιος υπάλληλος Τ. Κυριακίδης (με ειδικότητα εσχαρέα), δεν κράτησε ποτέ ξανά στα χέρια του ούτε ηθική αμοιβή, ούτε βλήμα, ούτε κουτάλα – κι εάν και γνώριζε ανάγνωση, δεν μπόρεσε (λόγω απώλειας ματιών, συνεπώς όρασης), να ξαναδιαβάσει (– κι ας μη μιλήσουμε για τη μέθοδο Braille).

ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ

Μία χιτσκοκική εμπειρία

Στο προαύλιο, είδα από μακριά ένα μικρό μπουκάλι νερού (χωρητικότητας 0,5 λίτρων) το οποίο ήθελα να το σηκώσω με τα χέρια μου και να το πετάξω στα σκουπίδια. Πλησιάζοντας, συνειδητοποίησα πως το μπουκάλι ήταν μεγάλο, δηλαδή χωρητικότητας 1,5 λίτρων.
Ζαλίστηκα.

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2008

ΑΥΤΟΨΙΑ

Όλοι κατά βάθος γνωρίζαμε πως η Άννα σκότωσε εν ψυχρώ τον (πλέον πρώην) ερωτικό της σύντροφο όταν μάθαμε πως η Άννα ισχυρίστηκε πως βρήκε τον (τότε νυν) ερωτικό της σύντροφο ετοιμοθάνατο, πεσμένο ανάσκελα στο κατώφλι του σπιτιού της με ένα κουζινομάχαιρο WMF καρφωμένο στο στήθος του και το κρανίο του σχεδόν κατεστραμμένο από μία βαριοπούλα που βρέθηκε στον κήπο του σπιτιού της Άννας.
Στην αυτοψία του (πλέον πρώην) ερωτικού συντρόφου της Άννας, ο ιατροδικαστής (και πλέον νυν ερωτικός σύντροφος της Άννας) βρήκε τρία σφραγίσματα, ένα εκ των οποίων βρισκόταν στον αριστερό τραπεζίτη της κάτω γνάθου, υφίζηση και απογύμνωση των ριζών λόγω περιοδοντίτιδας, μερική ανοδοντία (η οποία προϋπήρχε του χτυπήματος της βαριοπούλας) και τελικά, παρατήρησε οδόντες κωνικού σχήματος στον πλάγιο τομέα της άνω γνάθου.
Εάν εξαιρέσουμε τα ίχνη από Listerine (τα οποία δε συμπεριελήφθησαν στην έκθεση του ιατροδικαστή), τίποτα από τα παραπάνω δε στάθηκε αρκετό για να ενοχοποιήσει την Άννα.

ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Ο κύριος Σωκράτης, καθώς βιαζόταν να φτάσει στο συνέδριο που λάμβανε χώρα στο δέκατο-πέμπτο όροφο, ο ίδιος, καθώς ήταν μόλις στο δεύτερο όροφο, δε διάβασε προσεκτικά τις οδηγίες του ανελκυστήρα πάνω από τα κουμπιά και αντικαθιστώντας τη λέξη «μόλις» με τη λέξη «πριν» και vice versa, παρερμήνευσε τις οδηγίες που κανονικά, ήταν:
1. Μόλις ο θάλαμος φτάσει στον όροφο οι πόρτες ανοίγουν αυτόματα.
2. Πριν μπείτε στο θάλαμο βεβαιωθείτε ότι βρίσκεται σταματημένος πίσω από την πόρτα.
Ο κύριος Σωκράτης έφτασε αργοπορημένος στο δέκατο-πέμπτο όροφο – αλλά με εκπληκτική ταχύτητα στο υπόγειο.

Ο κύριος Μηνάς, οδεύοντας προς το προαναφερθέν συνέδριο, περιμένοντας αρκετή ώρα τον ανελκυστήρα στον όγδοο όροφο και έχοντας ήδη διαβάσει προσεκτικά τις οδηγίες πάνω από τα κουμπιά, μη βλέποντας τον κύριο Σωκράτη σταματημένο πίσω από την πόρτα, όταν τελικά ο ανελκυστήρας έκανε στάση (κατά την ανοδική του πορεία από το υπόγειο στο δέκατο-τέταρτο όροφο), αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τις σκάλες.
Ο κύριος Μηνάς έφτασε αργοπορημένος στο δέκατο-πέμπτο όροφο και αντίθετα με τον κύριο Σωκράτη, έφτασε στο συνέδριο.

Η κόρη του κυρίου Σωκράτη, καθώς περίμενε εις μάτην στο δέκατο-τέταρτο όροφο για να φανεί ο πατέρας της σταματημένος πίσω από την πόρτα του ανελκυστήρα και μέσα στο θάλαμο, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον ανελκυστήρα (όταν τελικά έφτασε στο δέκατο-τέταρτο όροφο), χωρίς να έχει διαβάσει (λόγω ηλικίας – πέντε ετών – συνεπώς, λόγω ύψους) τις οδηγίες του ανελκυστήρα, η τρίτη από τις οποίες έγραφε:
3. Απαγορεύεται η χρήση σε άτομα κάτω των 14 ετών χωρίς συνοδό.
Η κόρη του κυρίου Σωκράτη έφτασε αργοπορημένη στο δέκατο-πέμπτο όροφο – με συνοδό τον πατέρα της.

Το συνέδριο είχε από ώρα αναβληθεί.

ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΑ

Οι φράσεις «63 νεκροί» και «χιλιάδες άταφα ζώα», μας θύμισε μια παλιά φράση του χωριού μας: «Έχω τρία παιδιά και δύο κορίτσια».
Αργότερα, μας επέφερε μία ιδιάζουσα σύγχυση η φράση που ακούσαμε στην τηλεόραση: «Επιδοτήσεις για τα ζώα.»
Πυρόπληκτοι γαρ, ήμασταν πλέον πεπεισμένοι πως βρισκόμασταν σε προεκλογική περίοδο.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Χθες πήγα με το θείο και τη θεία μου, ήτοι τον αδερφό του πατέρα μου και τη σύζυγό του, για ψάρι σε μία ταβέρνα που όχι μόνο φημίζεται για το καλό της ψάρι αλλά και ο ταβερνιάρης είναι γνωστός του θείου μου, ήτοι του αδερφού του πατέρα μου. Ορισμένα από τα σχόλια που άκουσα από το θείο και τη θεία μου, ήτοι από τον αδερφό του πατέρα μου και τη σύζυγό του, καθ’ όλη τη διάρκεια της κατανάλωσης του ψαριού, ήταν: «πολύ καλό ψάρι», «πολύ νόστιμο, πράγματι», «καλά κάναμε που ήρθαμε εδώ», «τελικά ήταν καλή ιδέα να παραγγείλουμε μεγάλο ψάρι», «μπράβο στον ταβερνιάρη», «καλύτερο και από εκείνη την ταβέρνα στο Σούνιο», «καιρό έχουμε να φάμε τέτοιο πράγμα», «στο κεφάλι φαίνεται η ποιότητα του ψαριού», «καταλάβατε πως δεν έχουμε ρίξει τίποτα; – ούτε λαδολέμονο, ούτε καν πιπέρι δε χρειάζεται», «πω-πω, το ξεκοκαλίσαμε», «από εδώ καταλαβαίνεις πόσο χάλασε εκείνη η ταβέρνα στο Καβούρι» και αστειολογώντας: «πάρ’ το πίσω, πάρ’ το πίσω, αίσχος!».
Συμπέρανα από τα παραπάνω σχόλια του θείου μου και της θείας μου, ήτοι του αδερφού του πατέρα μου και της συζύγου του, πως το ψάρι πρέπει να τους άρεσε πάρα πολύ.