Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007

Pieta

Στη δίκη για το διαζύγιο, ο δικηγόρος του συζύγου αναφέρθηκε στο τεστ πατρότητας από το οποίο είχαμε συμπεράνει πως η κόρη της συζύγου δεν ήταν κόρη του πελάτη του. Ο δικηγόρος της συζύγου διστακτικά και αμήχανα αλλά με αποφασιστικό τόνο φωνής, έκανε εκφοβισμό για τεστ μητρότητας.

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2007

ΑΠΟΜΙΜΗΣΗ

Από το διπλανό δωμάτιο, στη μέση της νύχτας, ακούσαμε κάποιον κύριο να ψιθυρίζει:
«Στα πλάνα από τους ανθρώπους που πρόσφεραν λουλούδια για τη δολοφονία του Νιγηριανού…; Αυτόν που φάγανε οι μπάτσοι;»
«Ναι;», απάντησε μία γυναικεία φωνή, επίσης ψιθυριστά και εξίσου συνωμοτικά.
«Σε εκείνα τα πλάνα, πρόσεξες ένα κορίτσι με ριγέ κόκκινη-λευκή μπλούζα;», συνέχισε ο ψίθυρος του άντρα. «Ε λοιπόν, δεν πρόσεξε κανείς ότι αυτό το κορίτσι κρατούσε μία τσάντα που μπορεί να ήταν…»
«Ναι…;», ακούστηκε ο εναγώνιος ψίθυρος της γυναίκας.
«Μπορεί να ήταν…»
«Ναι…; Μη με παιδεύεις…»
«Μπορεί να ήταν… Louis Vuitton!» και ο ψίθυρος του άντρα διατάραξε τη σιγή της νύχτας.
«Απίστευτο…», ψιθύρισε η γυναίκα.
«Εάν δεν ήταν Louis Vuitton…», συνέχισε ο άντρας.
«Ναι…;» (Καταλάβαμε από την τρεμάμενη φωνή της γυναίκας, πως βρισκόταν στα πρόθυρα του πανικού.)
«Εάν δεν ήταν Louis Vuitton…»
«Ναι…;»
«Ήταν μία απομίμηση
«Τελειώνω!», ακούστηκε η γυναίκα. «Τελειώνω!»

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2007

ΣΥΓΚΛΕΙΣΗ

Γνωστός Έλληνας εφοπλιστής παρευρέθη με τη γυναίκα του σε κλειστά εγκαίνια για επίσημους προσκεκλημένους (αγγλιστί και σε μορφή αρκτικόλεξου: V.I.P.) που προσκλήθηκαν με επίσημη πρόσκληση (και όχι με την πρόσκληση που απευθύνεται στους υπόλοιπους ανθρώπους, ήτοι, στους μη V.I.P., συνεπώς, στα όχι και τόσο σπουδαία πρόσωπα).
Ο εν λόγω εφοπλιστής φορούσε ένα κουστούμι Hugo Boss, η γυναίκα του ένα συνδυασμό D&G, Prada και Vivienne Westwood. Κρατούσε μία τσάντα Tanner Krolle, η οποία ήταν αρκετά λιτή σε σχέση με τα προαναφερθέντα πομπώδη (και επώνυμα) κομμάτια υφάσματος και δέρματος και πλαστικού, ωστόσο λόγω της λιτότητας που διέπει το σχεδιασμό της Krolle, η τσάντα δεν ταίριαζε με τα υπόλοιπα ενδύματα, με αποτέλεσμα να ενδυναμώνει το στοιχείο του πλουραλισμού, ή με άλλα λόγια, να συμβάλλει στην όλη kitch εικόνα.
Ο όρος Arte Povera, γεννήθηκε από τον Ιταλό κριτικό τέχνης Germano Celant το 1969 για να περιγράψει το έργο των Michelangelo Pistoletto, Giuseppe Penone, Γιάννη Κουνέλλη και άλλων καλλιτεχνών, των οποίων κύριο χαρακτηριστικό ήταν η χρησιμοποίηση ευτελών υλικών για τη δημιουργία έργων τέχνης. Εάν δούμε την Αφροδίτη των Κουρελιών (έργο του 1967) του Pistoletto, ναι, θα σκεφτούμε για την αντιπαράθεση ιδεών (η απόλυτα τέλεια – ιδεατή – φόρμα μίας περασμένης – και απόλυτα πεπερασμένης – αισθητικής σε αντίθεση με το χάος των κουρελιών), για τη θέα που απολαμβάνει η θεά της Ομορφιάς και για τη θέα που απολαμβάνει ο θεατής (εμείς!), ήτοι, τον πισινό της θεάς της Ομορφιάς και τα κουρέλια της, θα σκεφτούμε για την ποιητική που αναπτύσσεται μέσα σε – και από – μία τέτοια αντιπαράθεση (αν όχι – αλλά γιατί όχι; – με κοινωνικές προεκτάσεις, τότε… προς μία προσωπική αφύπνιση;), για το σαρκασμό του καλλιτέχνη προς τη λεγόμενη Υψηλή Τέχνη (εάν και εφόσον έχουμε την αντίληψη να κατανοήσουμε την αίσθηση του χιούμορ του Pistoletto και δεν… προσβληθούμε), για τη σχέση μεταξύ τέχνης και ζωής (ας θυμηθούμε το διάκενο μεταξύ των δύο, στο οποίο ζούσε και ταυτόχρονα δημιουργούσε ο Rauschenberg!), για τον εφήμερο χαρακτήρα του έργου (πόσο θα ζήσουν τα κουρέλια; – σωστά, εδώ η Αφροδίτη έχει πεθάνει!), θα σκεφτούμε για τους V.I.P. θεατές που πασχίζουν να φτιασιδωθούν σύμφωνα με τα πρότυπα της ομορφιάς των επώνυμων υφασμάτων, θεώμενοι σε εγκαίνια μίας έκθεσης Arte Povera να θεώνται την πάλαι ποτέ θεά της Ομορφιάς ενώπιον των δικών της – μη επώνυμων – υφασμάτων και έπειτα από την προαναφερθείσα αντίθεση, ίσως ψυλλιαστούμε τη «σύγκληση ζωής και πλούσιας τέχνης» (Celant) ή τη σύγκλειση (εάν μας επιτραπεί ο όρος από την ευπρόσβλητη V.I.P. μπουρζουαζία) της καθημερινής ζωής μας (και των ευτελών υλικών που την περιβάλλουν) και της τέχνης που προορίζεται για τις γκαλερί μίας ανώτερης (σχεδόν άριας) κάστας όντων (συλλεκτών, κριτικών, επιμελητών και καλλιτεχνών – με αυτή τη σειρά –, όχι θνητών – ποτέ θνητών!), διότι όταν ο γνωρίζων την ποταπότητα και υπεροψία των καλλιτεχνών, Pistoletto, μας δείχνει τον πισινό της θεάς της Ομορφιάς και ένα μάτσο κουρέλια και ο Celant αρχίζει το γνωστό αυνανιστικό βερμπαλισμό των κριτικών, τότε ο Pistoletto έχει πετύχει – εάν μας επιτραπεί η λαϊκή φράση – μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: καταφέρνει με το καυστικό χιούμορ του, να ανοίξει τις πρωκτικές πύλες της μημουάπτου μπουρζουαζίας για να (υπο-)δεχθούν τα όποια κουρέλια και τον – όχι όποιο κι όποιο – πισινό και ταυτόχρονα να αναγκάσει τον κριτικό τέχνης να δεχθεί το συνδυασμό του εν λόγω πισινού και των εν λόγω κουρελιών ως… υπερβατικό γεγονός. (Σε μια γωνιά της γκαλερί, φαντάζομαι τον Pistoletto να μειδιά και στον απέναντι τοίχο, τον όποιο εφοπλιστή να προσπαθεί να κατανοήσει εις μάτην…)
Όταν από το γνωστό εφοπλιστή (με τον οποίο ξεκίνησε ποταμηδόν η παρούσα αναφορά) φορώντας το Hugo Boss του και κρατώντας αγκαζέ τη σύζυγο με τα D&G, Prada και Vivienne Westwood και την τσάντα Tanner Krolle (– ας δείξουμε λίγη κατανόηση, εμμηνόπαυση περνάει…), ζητήθηκε σχόλιο για την έκθεση (η οποία παρεμπιπτόντως επρόκειτο για αναδρομική ενός γνωστού καλλιτέχνη της Arte Povera), παρά τη φημισμένη και τιμαλφή παιδεία του (Κολέγιο Αθηνών!), ο εφοπλιστής δήλωσε λακωνικά: «Μου άρεσε πολύ.»

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2007

ΑΜΟΙΒΑΙΟΣ ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΜΟΣ

Όταν ο κύριος Αναγνωστίδης έμαθε έπειτα από είκοσι χρόνια έγγαμου βίου πως η σύζυγός του τον είχε απατήσει ουκ ολίγες φορές πριν και μετά τη γέννηση του μοναχογιού του, θέλησε αμέσως να βεβαιωθεί κλινικά πως ήταν πραγματικά πατέρας του παιδιού της συζύγου του. Το τεστ πατρότητας δεν έδειξε μόνο πως ο κύριος Αναγνωστίδης δεν ήταν πατέρας του παιδιού της συζύγου του, αλλά και ότι ούτε η κυρία Αναγνωστίδη ήταν μητέρα του παιδιού του συζύγου της.

ΣΧΟΛΙΟ

Όταν η γιαγιά μας πήγε στην εκκλησία νωρίς το πρωί για να λάβει τον Αγιασμό για το σπίτι, χρησιμοποίησε ένα μπουκάλι της Coca-Cola. Πείσαμε τη γιαγιά μας, έπειτα από τούτη τη χειρονομία, να σκεφτεί σοβαρά να ασχοληθεί με τη σύγχρονη τέχνη. Ο Αγιασμός στο μπουκάλι της Coca-Cola ήταν, ναι, ένα σχόλιο, όπως λέγεται.

ΝΕΚΡΟΨΙΑ

Χθες το βράδυ, αφού γυρίσαμε από τον περίπατό μας στο δάσος του χωριού, θελήσαμε να μαγειρέψουμε και να φάμε τα μανιτάρια που μαζέψαμε κατά τη διάρκεια του περιπάτου μας. Μη έχοντας όμως εμπιστοσύνη στα μανιτάρια διότι η περιοχή μας φημίζεται για τα δηλητηριώδη μανιτάρια της, θελήσαμε να ελέγξουμε αν τα μανιτάρια που μαζέψαμε ήταν φαγώσιμα μανιτάρια, δίνοντας μία μερίδα στο σκύλο μας, πριν φάμε εμείς. Ο σκύλος καταβρόχθισε ακατάβλητος τα μανιτάρια δίχως να πάθει τίποτα. Περιμέναμε δύο με τρεις ώρες για να βεβαιωθούμε πως ο σκύλος έχαιρε υγείας. Όταν βεβαιωθήκαμε, καταβροχθίσαμε εμείς έπειτα τα μανιτάρια που είχαμε μαζέψει και τρώγοντάς τα, τα βρήκαμε τόσο νόστιμα, ώστε φάγαμε περισσότερο από το κανονικό, υποκύπτοντας συνειδητά στη λαιμαργία μας. Σήμερα το πρωί, βρήκαμε το σκύλο ψόφιο. Η νεκροψία του κτηνίατρου έδειξε δηλητηρίαση· είχε φάει και ο κτηνίατρος μανιτάρια.

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2007

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑΤΟΣ

Μία τερατωδία

You know that I can be in love
With almost everyone

Bryan MacLean

It’s something unpredictable
But in the end it’s right
I hope you had the time of your life

Green Day

Υποσχέθηκα στην Έβελιν να γράψω ένα ευθυμογράφημα – μα έτσι κι αλλιώς το ευθυμογράφημα γράφεται, ήδη έχω αρχίσει τις ταυτολογίες, θα μπορούσα βέβαια να της είχα υποσχεθεί πως θα διάβαζα ένα ευθυμογράφημα, μα ποιος ο λόγος τη στιγμή που εκείνη μου ζήτησε να γράψω ένα ευθυμογράφημα και όχι να διαβάσω ένα ευθυμογράφημα; Καλύτερα λοιπόν θα ήταν να έλεγα πως υποσχέθηκα στην Έβελιν ένα ευθυμογράφημα. Νιώθω ωστόσο υπερβολικά φορτισμένος για ένα ευθυμογράφημα αλλά το να λες στην Έβελιν πως νιώθεις υπερβολικά φορτισμένος σημαίνει να αρχίζεις τις φληναφολογίες με στόχο την υπεκφυγή του να γράψεις ένα ευθυμογράφημα για την Έβελιν. Καλύτερα θα ήταν να έλεγα στην Έβελιν πως, ναι, Έβελιν, θα ήθελα κι εγώ να γράψω ένα ευθυμογράφημα, ένα σύντομο μάλιστα ευθυμογράφημα για την Έβελιν, θα έλεγα στην Έβελιν, μα το πρόβλημα είναι πως νιώθω ταυτόχρονα να με κυριεύει μία διονυσιακή χαρά και μία γλυκιά μελαγχολία. Θα ήταν βέβαια περισσότερο σκόπιμο να έλεγα πως γράφω στην Έβελιν ένα ευθυμογράφημα για τη Θεανώ και όχι ένα ευθυμογράφημα στην Έβελιν για την Έβελιν – και μέσα σε τούτο το νωχελικό μπέρδεμα να αφιέρωνα τούτο το σύντομο ευθυμογράφημα στον Τίμαιο. Έλα όμως που η Θεανώ δε μου ζήτησε να γράψω ένα ευθυμογράφημα – ένα σύντομο μάλιστα ευθυμογράφημα – για τη Θεανώ, πόσο μάλλον ένα ευθυμογράφημα για την Έβελιν. Ο Τίμαιος δε; – ούτε να ακούσει για ευθυμογραφήματα! – Πόσο μάλλον ένα ευθυμογράφημα για τις αδερφές του, την Έβελιν και τη Θεανώ – ούτε να το σκέφτομαι. Θα μπορούσα να γράψω ένα ευθυμογράφημα – και ας ήταν και ένα σύντομο ευθυμογράφημα, να πάρει – για τη Θεανώ, την Έβελιν και τον Τίμαιο, μα αφού θα διαπραγματευτώ το παρόν σχήμα (έστω και με σύντομο τρόπο), θα μπορούσα κάλλιστα να εκπληρώσω και την υπόσχεσή μου στην Έβελιν και να γράψω ένα ευθυμογράφημα στην Έβελιν για την Έβελιν. Έβελιν, θα πρέπει όμως, να της πω, δεν είναι δυνατόν να γράφω ένα ευθυμογράφημα στην Έβελιν αποκλειστικά για την Έβελιν, θα πρέπει να το εντάξω σε ένα πλαίσιο – ας ορίσουμε τούτο το πλαίσιο λοιπόν χωρικά, ναι, έστω πως το ευθυμογράφημά μου – διόρθωση: το ευθυμογράφημα της Έβελιν – λαμβάνει χώρα στο μπαρ Sussex, μέσα από τους φοίνικες, κοντά στη θάλασσα της Γλυφάδας, με ροκ ακούσματα περασμένων δεκαετιών, Jack με πάγο που το έπινα προσποιούμενος τον Bogart περιμένοντας την Bergman, το βλέμμα μου αχανές, το ύφος μου αυτοσαρκαστικό, τα σχόλιά μου καυστικά, να γνωρίζω τι γίνεται γύρω μου αλλά να το κρύβω, να μου κάνουν πουτανιές αλλά να είμαι μεγαλύτερη πουτάνα, να με περνάνε για λεφτά αλλά να μην έχω φράγκο, να με περνάνε για ηλίθιο αλλά να τους ποδοπατώ πνευματικά και ούτε να το υποψιάζονται, να με νομίζουν για μεθυσμένο αλλά να τα έχω τετρακόσια, καθώς λέγεται, να έχουν την εντύπωση πως δε μου καίγεται καρφάκι για καμία μα να είμαι ερωτευμένος, να νομίζουν πως σοβαρολογώ μα να αστειεύομαι, να νομίζουν πως αστειεύομαι μα να σοβαρολογώ, χωρίς να θέλω να το ξέρουν, πάντα να τους κάνω να μπερδεύονται, να με νομίζουν γαλαντόμο μα το υψηλό φιλοδώρημα το έδινα διότι η συντεχνία των σερβιτόρων μού θύμιζε τα υποχθόνια σαλούν σε ταινίες γουέστερν, έτσι όπως ξεχώριζαν τα τραπέζια, έτσι όπως μοίραζαν το φιλοδώρημα, έτσι όπως στήριζαν η μία την άλλη, έτσι όπως την έφερνε πισώπλατα η μία στην άλλη, έτσι όπως τσακώνονταν μεταξύ τους, με το αφεντικό τους, ακολουθώντας έναν άγραφο κώδικα τιμής, μία ξεχασμένη αλήτικη συμπεριφορά, μία ατόφια μαγκιά που τείνει να εκλείψει, μία πουτανιά που σε κάνει να τη θαυμάζεις – τώρα θα λέει η Έβελιν, τούτο δω δεν είναι ευθυμογράφημα για την Έβελιν, δεν είναι ούτε ευθυμογράφημα, θα λέει η Έβελιν, ούτε καν για την Έβελιν, μα Έβελιν, οφείλω να της απαντήσω, έτσι γράφω εγώ τα ευθυμογραφήματά μου, ή ακόμα και ένα δικό σου ευθυμογράφημα, Έβελιν, ναι, κάπως έτσι θα το γράψω, με τον ένοχο αυθορμητισμό μου, ζωγραφίζοντας τα απωθημένα μου, σφυρηλατώντας τις κακίες μου, ξυπνώντας τις αναμνήσεις μου, Έβελιν, σου το ξαναείπα, είμαι ένας κακός άνθρωπος – να, φτυστός από ρωσικό μυθιστόρημα – σε λίγο θα σου πω πως με πονάει και το συκώτι μου, μα θα ήταν ψέματα, θα ήταν μία κάλπικη δήλωση, Έβελιν, είμαι ένας υγιέστατος κακομαθημένος καλοπερασάκιας, κοροϊδεύω τον κόσμο για τη διασκέδασή μου, κοροϊδεύω μέχρι και τον εαυτό μου για τη διασκέδασή μου, τόσο κακός λοιπόν είμαι, ό,τι καλό κάνω το κάνω από ενοχές, δε μου έχει μείνει ίχνος ηθικής μέσα μου. Μου λένε, Έβελιν, πως είμαι ένας καλός άνθρωπος, ένας άγιος φιλάνθρωπος, μα δεν το κάνω επειδή πιστεύω στην ηθική, μα επειδή έχω κι εγώ το δικό μου κώδικα τιμής, όπως οι σερβιτόρες στο μπαρ που δουλεύεις, Έβελιν, ο δικός μου κώδικας τιμά τους υποχθόνιους, δοξάζει τα κατάλοιπα της κοινωνίας, υποστηρίζει τις μειονότητες, ο κώδικάς μου δε ρουφιανεύει, δεν καρφώνει, δεν απατά, αντίθετα ο δικός μου κώδικας σταυρώνεται μαζί με τους εσταυρωμένους, μεθά με τους μεθυσμένους, ερωτεύεται με τους ερωτευμένους – Έβελιν, πρέπει να πω στην Έβελιν, τούτο δεν είναι ένα ευθυμογράφημα, είναι μία ανίατη περιττολογία, δεν εκπληρώνω την υπόσχεσή μου σε σένα, ούτε καν ένα γελάκι δε θα έχεις ρίξει μέχρι τώρα, ίσως μάλιστα το διαβάζει και η Θεανώ – τούτη η Θεανώ, ούτε στην τέταρτη σειρά δε θα έφτασε! – θα είπε η Θεανώ, δεν πάω για ψώνια καλύτερα, τούτο το ψώνιο θα κάθομαι να διαβάζω, τούτο το λεφτά, το γαλαντόμο, τον κακομαθημένο – και δε θα είχες άδικο, Θεανώ, ούτε καν πόσο έξυπνος, ή μάλιστα πόσο ερωτευμένος ήμουν δεν κατάλαβες να δεις μέσα στην εθελοτυφλία σου και την επιμήθειά σου – μα κι εγώ ήξερα να προστατεύω καλά τον εαυτό μου, ίσως μάλιστα να την έχω πάθει και τόσες φορές από μία femme fatale που να μην άντεχα πάλι μία καλοκαιρινή σύντομη περιπέτεια, προτίμησα τις πλατωνικές μου φαντασιώσεις, προτίμησα να τσακωθώ με τον πνευματικό μου αδερφό, τον Τίμαιο, όταν έμαθε ο Τίμαιος πως σύχναζε ένας ηλίθιος σαλτιμπάγκος στο Sussex, ο Τίμαιος θύμωσε, εκείνος ο σαλτιμπάγκος ήταν κατεργάρης, έκανε παρέα με τις αδερφές του Τίμαιου με τον πλέον άγουστο και πορνογραφικό τρόπο, ένας κατεργάρης που είχε τις ρίζες του στον Πάνα, το Διόνυσο, κανείς δεν κατάλαβε πως τούτος ο σαλτιμπάγκος υπέφερε σαν τον εσταυρωμένο, τούτο το πικρό ποτήρι, Τίμαιέ μου, αδερφέ μου, έπρεπε, ναι, να το πιω μόνος μου, ακόμα και όταν έβλεπες το προσωπείο του σαλτιμπάγκου, το αληθινό μου πρόσωπο δάκρυζε, ακόμα και όταν έβλεπες την πολύχρωμη στολή του σαλτιμπάγκου, το σώμα μου αιμορραγούσε από τα στίγματα, ακόμα και όταν άκουγες τα κουδουνάκια να κουδουνίζουν, τούτο το κουδούνισμα κάλυπτε τους λυγμούς μου, Τίμαιέ μου, αδερφέ μου, τι μου έλαχε πάλι, ένα ευθυμογράφημα μου ζήτησε η Έβελιν να της γράψω και πάλι μούσκεμα τα έκανα. Τρία Jack με πάγο, σφηνάκια Four Roses, κερνάγαμε τις σερβιτόρες, τη Θεανώ, την Έβελιν, οι σερβιτόρες κέρναγαν εμένα, το σαλτιμπάγκο – τελικά είμαι ένας υποχθόνιος κατεργάρης, ένας εξαιρετικά ασυνήθιστος σαλτιμπάγκος, ένας σαλτιμπάγκος που ίσως και να χρειάζεται ψυχανάλυση – ένας σαλτιμπάγκος που το παίζει συγγραφέας, καλλιτέχνης, το παίζει, ναι, άνθρωπος του πνεύματος, ένας βλακώδης κουλτουριάρης σαλτιμπάγκος, έχει αναγάγει την ηλιθιότητά του σε τέχνη, έχει γίνει, ναι, ένας ακαδημαϊκός σαλτιμπάγκος, ένας σαλτιμπάγκος με thesis, ένας επαΐων σαλτιμπάγκος, που παρ’ όλα ταύτα, ξέρει να περνάει καλά όταν υποφέρει, ξέρει να κάνει τους άλλους να περνούν καλά όταν υποφέρουν, μήπως…; – ναι, τελικά, κατά βάθος, είναι ένας ανθρωπιστής σαλτιμπάγκος. Άδεια ποτήρια, ουσιώδη βλέμματα, ανούσια λόγια, όμορφα πρόσωπα, μεθυσμένες ψυχές, λιγωμένα πνεύματα, εκστατικά γελάκια, ένοχες εξομολογήσεις, βρώμικα υποκατάστατα, ηττημένες περηφάνιες, νικητές εγωισμοί, υποσχέσεις για ευθυμογραφήματα. – Πού έμπλεξε ο σαλτιμπάγκος πάλι, πήγε και το έπαιξε συγγραφέας και τί συγγραφέας μάλιστα! – Ευθυμογράφος! Έβελιν, είπα, είμαι, ναι, συγγραφέας, όλος ο Αύγουστος εδώ στο Sussex, μου έφερε έμπνευση, ναι, δεν ήμουν εδώ επειδή ήταν η Θεανώ εδώ, δεν ήμουν εδώ επειδή ήταν η Έβελιν εδώ, έψαχνα έμπνευση για το έργο μου, κάτι που θα με κάνει γνωστό, με καταλαβαίνεις τώρα, γι αυτό τα μπέρδεψα έτσι τα πράγματα, ίσως μάλιστα γι αυτό και να τσακώθηκα με τον πνευματικό μου αδερφό, τον Τίμαιο, ίσως μάλιστα πριν φύγει για το ταξίδι του ο Τίμαιος, γι αυτό να πέρασα από το σπίτι του και να το χαιρέτησα και να δέχτηκε τη φιλία μου, ίσως μάλιστα τούτο το μπέρδεμα να ενδυνάμωσε τη φιλία μου με τον πνευματικό μου αδερφό, τον Τίμαιο, ένα μπέρδεμα που τελικά να υπήρχε μονάχα στο μυαλό του Τίμαιου και το μυαλό το δικό μου, ίσως να μην πέρασε από το μυαλό σας το πόσο υπέφερε η ψυχή του σαλτιμπάγκου, κάθε βράδυ που ο σαλτιμπάγκος έπινε Jack με πάγο στο Sussex, κοιτώντας τη Θεανώ, κοιτώντας την Έβελιν, την άλλη μέρα ο σαλτιμπάγκος να τσακώνεται με τον πνευματικό του αδερφό, τον Τίμαιο – πριν από δύο ώρες σας αποχαιρέτησα, Έβελιν, Θεανώ, να ’μαι, τώρα να εκπληρώνω την υπόσχεσή μου για ένα ευθυμογράφημα, που δεν έχει άλλη λειτουργία παρά μόνο να υποκαταστήσει τον ελεύθερο συνειρμό, καθώς λέγεται, να καταπραΰνει τον πόνο μου, διότι κι εγώ, όπως ο πνευματικός μου αδερφός, Τίμαιος, θα φύγω, ίσως είναι γραπτό σε τύπους σαν κι εμάς να φεύγουμε, ίσως να είναι ο πόνος του αποχαιρετισμού γλυκός, ίσως να μην έχουμε ανάγκη τις υποσχέσεις ξανασμιξίματος, ίσως να είμαστε, ναι, μοναχικοί ταξιδιώτες, εξαρτώμενοι από τους εαυτούς μας, ίσως γι αυτό να κρύβουμε με έξυπνο τρόπο την αγάπη μας, ίσως γι αυτό να είμαστε τόσο άξεστοι και να εκδηλώνουμε με βάρβαρο τρόπο την αγάπη μας, ίσως να γινόμαστε κτητικοί, υπερπροστατευτικοί, εγωιστές, φωνακλάδες – σαλτιμπάγκοι. Κάπως πρέπει να κρύψουμε την ευαισθησία μας, να πάρει. Έβελιν, ακόμα, μου φαίνεται, δεν έχεις σκάσει ούτε ένα γελάκι, τι σόι ευθυμογράφημα είναι τούτο; Σκέτη αποτυχία… Μεσογειακή ανεμελιά, καλοκαιρινοί έρωτες που υπόσχονται ένα μελαγχολικό φθινόπωρο, η γεύση του αλατιού από τη μαργαρίτα που κέρασα στη Θεανώ, στην Έβελιν, η Θεανώ ήπιε τη μαργαρίτα, η Έβελιν αρνήθηκε, δεν της άρεσε η τεκίλα, ύστερα το ασταθές βάδισμα, το θέατρο του μεθυσμένου, του τάχα μου-τάχα μου ζαλισμένου, μία απλή ερώτηση, «πού είναι η τουαλέτα;», μία κολασμένη απάντηση, «πάμε μαζί», η φωνή του Τίμαιου να αντηχεί στο κεφάλι μου, «έχουμε μία κρυφή συμφωνία εμείς οι δύο, δεν την πέφτεις στις αδερφές μου», η φωνή του πνευματικού μου αδερφού, η φωνή, ναι, της συνείδησης, οι Ερινύες εναντίον του θεού Διόνυσου, ακόμα και ο Τίμαιος γνώριζε πως ο Διόνυσος είναι ένας άτρωτος θεός, Θεανώ, Έβελιν, ηδονικές οντότητες της Αυγουστιάτικης νύχτας, περήφανες νεράιδες που επαίρονται για την ομορφιά τους, επάρατες ιέρειες μίας ερωτικής πομπής, Sussex και κολασμένα συμπόσια, μημουάπτου ανακωχές, ύποπτες μαρτυρίες, η Έβελιν ίσως και να μειδιά όταν διαβάζει τις μπαρούφες του σαλτιμπάγκου, ίσως μάλιστα να αναρωτιέται για την ειλικρίνεια του ευθυμογράφου, την εγκεφαλική ακεραιότητα του φίλου της και πνευματικού αδερφού του φυσικού αδερφού της, μα όχι δικού της φυσικού αδερφού, ωστόσο η αγάπη που νιώθω για αμφότερες τις κοπέλες – και φυσικές αδερφές του πνευματικού μου αδερφού – είναι μία αγάπη που πηγάζει από τη φιλία μου με τον πνευματικό μου αδερφό, τον Τίμαιο, ο Τίμαιος ήταν, ναι, ανέκαθεν ένας ψυχοπνευματικός κρίκος μεταξύ εμού και των κοριτσιών – γι αυτό ίσως ο Τίμαιος όταν είδε τον πνευματικό του αδερφό να ενδιαφέρεται ερωτικά – και ούτε καν ερωτικό ενδιαφέρον δεν έδειξα, περισσότερο μία παιδαριώδης παράσταση σε ένα καλλιτεχνικά υποβαθμισμένο θέατρο ήταν, παρά οτιδήποτε άλλο, παρά, δηλαδή, εκείνο που ένιωθα πραγματικά – όταν λοιπόν ο Τίμαιος είδε τον πνευματικό του αδερφό να ενδιαφέρεται με τον πλέον ανήθικο και εξευτελιστικό τρόπο για τις φυσικές του αδερφές, δημιουργήθηκε στο τέλεια δομημένο, γερμανικού τύπου (μισός Γερμανός γαρ), μυαλό του το αίσθημα του παράδοξου και όσο προσπαθούσα να τον επαναφέρω σε τάξη (με αναπάντεχα τηλεφωνήματα, ψυχρά ανέκδοτα, ηλίθια παρακάλια και αλκοόλ) τόσο περισσότερο ερέθιζα τα νεύρα του, τόσο περισσότερο ξυπνούσα από μέσα του το Κρητικό αίμα (ο άλλος μισός Κρητικός γαρ), τόσο περισσότερο υπέθαλπα, ασυνείδητα και άθελά μου, την πρωτόγνωρη για τον Τίμαιο, έχθρα προς εμένα, τον πνευματικό του αδερφό – το αλκοόλ μάλιστα είχε εντελώς τα αντίθετα αποτελέσματα, αντί να του θυμίσουν τη φιλία μας, του ενδυνάμωναν τα αισθήματα μίσους και, ας μου επιτραπεί η ερασιτεχνική ψυχαναλυτική διάγνωση από τον Herr Freud, ζήλιας. – Κουλτουριάρης τύπος, θα σκέφτεται η Έβελιν, αντί να μιλήσει καθαρά για τη φιλία με τον αδερφό μου, τον Τίμαιο, θα σκέφτεται η Έβελιν, αναλύει Freud και λοιπές κουταμάρες του 20ου αιώνα – μήπως τελικά προσπαθεί και πάλι να αποφύγει να μιλήσει για τα δικά του συναισθήματα, μήπως με τούτο το δήθεν κουλτουριάρικο φανφαρονισμό προσπαθεί να επικαλύψει τις ευαισθησίες του, μήπως με το δήθεν εύθυμο χαρακτήρα του ευθυμογραφήματος που μου υποσχέθηκε, προσπαθεί να υπεκφύγει με κουτοπόνηρο τρόπο, με τον τρόπο του σαλτιμπάγκου, τη δική του οπτική γωνία, μήπως με το πικρόχολο χιούμορ του, με το ευτράπελο ύφος του, επιθυμεί να κρύψει τι πραγματικά νιώθει – ίσως, ναι, θα σκέφτεται η Έβελιν, θέλει να παραμείνει ένα μυστήριο, ίσως ηδονίζεται με το να υπάρχει στον κόσμο (ή, τέλος πάντων, έστω, στο Sussex – ο κόσμος δε με ξέρει ακόμα), να υπάρχει λοιπόν ως ένα παρεξηγημένο ον, ένας λαθρόβιος τύπος στις σκοτεινές γωνιές του μπαρ, στο ημίφως της υποχθόνιας φύσης του, να δίνει γενναία φιλοδωρήματα, να κερνά τις σερβιτόρες, τη Θεανώ, την Έβελιν, να τον παρεξηγούν και εκείνος να κολάζεται ρομαντικά με την πνευματική τους αδυναμία να τον καταλάβουν, τόσο κουτός και ανώριμος είναι, μήπως δεν τον έχω καταλάβει ακόμα;, αναρωτιέται η Έβελιν – η Θεανώ αποκλείεται να διάβασε μέχρι εδώ το ευθυμογράφημά μου, το πολύ-πολύ να έψαξε το κείμενο λαίμαργα με τα γλυκά της μάτια για να βρει το όνομά της, διότι η Θεανώ χρειάζεται την επιβεβαίωση, καθώς λέγεται, ακόμα και αν έρχεται από έναν παρεξηγημένο σαλτιμπάγκο, διότι, ναι, αυτή είναι η φύση της Θεανώς, να αναζητά την επιβεβαίωση και όχι την κλιμάκωση, να προτιμά τα ψώνια από ένα ευθυμογράφημα – ή ας το πω με καλοκαιρινούς όρους: να προτιμά την ηλιοθεραπεία από το κολύμπι – δηλαδή, το δέρμα (και οτιδήποτε επιφανειακό) από τα βαθιά νερά. Το ευθυμογράφημα μετατράπηκε σε ένα γελοίο παραλήρημα ενός μισογύνη φαφλατά, δεν είναι δυνατόν να μιλάω τοιουτοτρόπως για τη Θεανώ, συλλογίζομαι, και η Έβελιν θα συμφωνεί μαζί μου, η Θεανώ θα με βρίζει, ο Τίμαιος θα θέλει το κεφάλι μου σε ένα δίσκο, να το πηγαίνει βόλτες στα Χανιά, εξάλλου με τη Θεανώ καθόμουν την περισσότερη ώρα στο Sussex, πώς τώρα γράφω με τέτοια δυσθυμία το ευθυμογράφημά μου, μα στο ξαναείπα Έβελιν, δεν είμαι ούτε συγγραφέας ούτε ευθυμογράφος, όταν πιάνω την πένα ακολουθώ το ένστικτο και τον αυθορμητισμό μου, και, ναι, ξεχνώ την ηθική, ξεχνώ τις συνέπειες, είναι όπως όταν βλέπω την αδερφή σου, τη Θεανώ, ξεχνώ τις συνέπειες που θα έχουν οι πράξεις μου στη σχέση μου με το φυσικό σου αδερφό, Έβελιν, συνεπώς το φυσικό αδερφό της φυσικής σου αδερφής, Θεανώς, ήτοι τον πνευματικό μου αδερφό, Τίμαιο. Όπως και στο Sussex, έτσι και στο ευθυμογράφημά μου, αλλιώς είχα στο μυαλό μου να προσεγγίσω τη Θεανώ, αλλιώς την προσέγγισα, με αποτέλεσμα να τα θαλασσώσω. Όπως με παρεξήγησε και στο Sussex, έτσι θα με παρεξηγήσει και σε τούτο το ευθυμογράφημα – αν μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει ως τέτοιο. Ξεκινώ και λέω, θα γράψω τούτο και τούτο, σκέφτομαι την Έβελιν, σκέφτομαι τη Θεανώ, σκέφτομαι τον Αύγουστο, το Sussex, την παρέα και γράφω άλλα από αυτά που σκέφτομαι, γράφω, ναι, τερατώδη πράγματα, προβάλλω τη μοχθηρότητά μου στα γραπτά που αφορούν σε άλλους ανθρώπους, προβάλλω την κακία μου στα γραπτά που αφορούν στους ανθρώπους που αγαπώ περισσότερο, στην Έβελιν, τη Θεανώ, τον Τίμαιο, τους αγαπώ τώρα όσο οποιονδήποτε άλλο, η αγάπη μου για την Έβελιν, τη Θεανώ, τον Τίμαιο, είναι απερίγραπτη, ξεχειλίζει από κάθε μου πόρο, η αγάπη για τούτα τα πρόσωπα έχει κλιμακωθεί και συνεχίζω και γράφω με πικρία, είμαι ένας κακός άνθρωπος, στο είπα ξανά Έβελιν, ξέρω πώς να αυτοσαρκάζομαι, έχω γίνει ένας περίγελος του εαυτού μου, η αγάπη με ασχημαίνει, ασχημαίνει την ψυχή μου, ασχημαίνει τη φύση μου, με κάνει να κρύβομαι, να χρησιμοποιώ προσωπεία, με αναγκάζει να καταφεύγω σε θεατρινισμούς, με καθιστά ανίκανο να εκδηλώσω την αγάπη μου ανοιχτά, με ειλικρίνεια, με κάνει έναν ποταπό και χαμερπή περιαλγή, αλλά και τούτο έχω μάθει να το κρύβω, με το στυλ μου, με την ομορφιά μου, με την επιφάνειά μου, με τα φιλοδωρήματά μου, με τα αστεία μου, με το φλερτ μου, με τα κομπλιμέντα μου, με τον τρόπο που πουλάω την τρέλα μου, το πρόσωπό μου, το όνομά μου, τον εαυτό μου, για να κρύψω τα συναισθήματά μου, την αγάπη μου, τον έρωτά μου, στο Sussex, στα γραπτά μου, στο ευθυμογράφημα για την Έβελιν, για τη Θεανώ, τον Τίμαιο, Τίμαιέ μου, αδερφέ μου, ίσως εσύ μπορείς να με καταλάβεις, ίσως επειδή, ναι, διαθέτεις ένα αρσενικό μυαλό, όπως λέγεται, δεν καταφεύγεις σε κάλπικους συναισθηματισμούς θηλυκού γένους, ίσως τελικά να μην παρεξηγήσεις τούτο το κείμενο, Έβελιν, Θεανώ, ίσως και να παρεξηγηθείτε – πάντως ένα είναι σίγουρο, κανείς δε θα σκάσει ένα γελάκι, ούτε ένα μειδίαμα, καιρός να κρεμάσουμε το σαλτιμπάγκο, θα σκέφτεστε, είναι ένας κενός, κουτός, αδέξιος άνθρωπος – όχι, ο χαρακτηρισμός άνθρωπος παραείναι επιεικής, τούτος δω είναι ένα τέρας, γράφει τερατωδίες, ευθυμογράφημα μου υποσχέθηκε, θα σκέφτεται η Έβελιν, τερατωδία έγραψε, δύο ώρες πριν, Έβελιν, όταν σε χαιρέτησα, σου υποσχέθηκα ένα ευθυμογράφημα, δύο ώρες πριν χαιρέτησα τη Θεανώ, της υποσχέθηκα την εχεμύθειά μου, χθες χαιρέτησα τον Τίμαιο, του υποσχέθηκα τη φιλία μου, ο Τίμαιος έχει ήδη φύγει, είχε ήδη φύγει όταν υποσχέθηκα τούτο το ευθυμογράφημα, τώρα ετοιμάζομαι να φύγω κι εγώ, ξέμεινα από υποσχέσεις, κάθομαι στο γραφείο μου, χαμογελώ σαρκαστικά, κρυφά, μυστικά, αρχίζω ένα ευθυμογράφημα, ξέρω πως θα το παρεξηγήσετε, χαμογελώ εωσφορικά, δακρύζω, σας αγαπώ, είμαι ερωτευμένος, σας λέω εις το επανιδείν, σας ασπάζομαι, γράφω και φεύγω.

ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ

Κάθε χρόνο, στις 21 Δεκεμβρίου, η εταιρεία στην οποία δουλεύει ο κύριος Αριστείδης, οργανώνει μία γιορτή για όλους τους υπαλλήλους της. Κάθε χρόνο, ορισμένοι από τους υπαλλήλους της εν λόγω εταιρείας κανονίζουν να βρεθούν έπειτα από το συνηθισμένο νυχτερινό συμπόσιο σε κάποιο μπαρ «για ένα ποτό», χωρίς το αφεντικό τους. Ο κύριος Αριστείδης, μοναχικός τύπος γαρ, κάθε χρόνο αρνείται τις ειλικρινείς προσκλήσεις των συναδέλφων του στο μπαρ έπειτα από τη γιορτή της εταιρείας, αν και στη γιορτή της εταιρείας εμφανίζεται κάθε χρόνο, διότι η γιορτή της εταιρείας είναι μέρος της δουλειάς. Φέτος, στις 20 Δεκεμβρίου, ενώ οι συνήθεις υπάλληλοι σχεδίαζαν την έξοδό τους έπειτα από τη συνηθισμένη γιορτή της εταιρείας, η οποία θα γινόταν το επόμενο βράδυ σε ένα κουτούκι με φαγητό, ποτό και ζωντανή μουσική (από παλιά ρεμπέτικα μέχρι σύγχρονα λαϊκά), έχοντας μάθει πλέον τον κύριο Αριστείδη, δεν τον προσκάλεσαν στην έξοδό τους. Ο κύριος Αριστείδης κάθε χρόνο ήλπιζε πως δε θα ήταν αναγκασμένος να έρθει σε εκείνη την άβολη θέση να αρνηθεί την πρόσκληση των συναδέλφων του για μία μάζωξη «για ποτό», έπειτα από την καθορισμένη γιορτή της εταιρείας. Όταν όμως ο κύριος Αριστείδης, όλως τυχαίως, περπατούσε μπροστά από τρεις συναδέλφους του κατευθυνόμενος στο φωτοτυπικό μηχάνημα και έχοντας στα χέρια του τις εγκυκλίους για τις νέες αυξήσεις τιμών, ακούγοντας τους συναδέλφους του να κανονίζουν την έξοδό τους έπειτα από τη γιορτή της εταιρείας χωρίς να τον καλέσουν, αν και είχαν την ευκαιρία να τον καλέσουν, επειδή εκείνη ακριβώς τη στιγμή περνούσε από μπροστά τους, ένιωσε κάπως άβολα.

ΠΛΕΓΜΑ

Είχα μπει σε ένα κατάστημα, όπου τα βιβλία στη βιβλιοθήκη ήταν τοποθετημένα ανάποδα, δηλαδή έτσι ώστε να μη φαίνεται η ράχη του βιβλίου (η οποία άγγιζε τη βιβλιοθήκη) αλλά οι σελίδες του. Το κατάστημα πουλούσε έπιπλα, συνεπώς και η βιβλιοθήκη ήταν για πούλημα – χωρίς τα βιβλία. Είχα, θυμάμαι, μπει για να ρωτήσω το λόγο που τα βιβλία ήταν τοποθετημένα ανάποδα, δηλαδή έτσι ώστε να μην μπορούμε να δούμε το συγγραφέα και τον τίτλο του κάθε βιβλίου. Η πωλήτρια μου εξήγησε πως ήθελε να εστιάζει την προσοχή του πελάτη στη βιβλιοθήκη (δηλαδή στο προς πώληση έπιπλο) και όχι στα βιβλία. Στη δική μου περίπτωση, η προσπάθεια τούτη ήταν αποτυχημένη διότι δεν κατάλαβε η πωλήτρια (και απ’ ό,τι κατάλαβα, διακοσμήτρια του χώρου του καταστήματος) την εννοιακή ισχύ και σημειολογική σπουδαιότητα μίας τόσο απλής πράξης. Βγήκα έξω μπερδεμένος.
Όταν έπειτα από μισή ώρα διηγήθηκα το συμβάν σε ένα φίλο, μου είπε πως εάν δεν είχα δει τα βιβλία τοποθετημένα ανάποδα, δε θα είχα μπει στο κατάστημα, πάνω στο οποίο του είπα πως δε θέλησα, ακόμα και που μπήκα στο κατάστημα, να αγοράσω κάτι, πάνω στο οποίο μου είπε πως λόγω των βιβλίων, μου κινήθηκε η περιέργεια με αποτέλεσμα να μπω στο κατάστημα και ότι το πρώτο βήμα της αγοράς είναι να προσκαλέσεις υποσυνείδητα – ή συνειδητά – τον πελάτη στην τοποθεσία της επικείμενης αγοραπωλησίας, πάνω στο οποίο απάντησα πως δε με ενδιέφερε η αγοραπωλησία αλλά κάτι εντελώς άσχετο με το αντικείμενο προς πώληση, πάνω στο οποίο μου είπε ότι ήδη μιλάμε αρκετή ώρα για το εν λόγω κατάστημα και ότι τούτο και μόνο είναι αρκετό για να θεωρηθεί ως επιτυχία της πωλήτριας (και διακοσμήτριας), πάνω στο οποίο του είπα πως η πωλήτρια (και διακοσμήτρια) απέτυχε στο να με προσκαλέσει στο κατάστημα για το λόγο που είχε στο μυαλό της, αλλά με προσκάλεσε για τον αντίθετο ακριβώς λόγο, δηλαδή ήθελε να προσκαλέσει τον πελάτη εστιάζοντας την προσοχή του στη βιβλιοθήκη τοποθετώντας τα βιβλία ανάποδα, ενώ εμένα με προσκάλεσε εστιάζοντας την προσοχή μου στα βιβλία τοποθετώντας τα βιβλία ανάποδα, με αποτέλεσμα να μην ενδιαφέρομαι διόλου για το έπιπλο προς πώληση, μα για τα βιβλία, δηλαδή η ενέργεια της πωλήτριας (και διακοσμήτριας) είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που θεωρούσε επιθυμητό και ίσως αν δεν είχαν τοποθετηθεί τα βιβλία ανάποδα να πρόσεχα τη βιβλιοθήκη, αλλά τώρα που τα βιβλία ήταν τοποθετημένα με τέτοιον τρόπο ώστε να μην εστιάζεται η προσοχή επάνω τους, εμένα η προσοχή μου ήταν εστιασμένη αποκλειστικά στα βιβλία, πάνω στο οποίο ο φίλος μου ήπιε μία γουλιά από τον καφέ του, πάνω στο οποίο έφαγα μία κουταλιά από το γλυκό μου.
Την επόμενη πήγα και αγόρασα τη βιβλιοθήκη. (–Χωρίς τα βιβλία.)

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Όταν πέθανε ο πατέρας του φίλου μας του Στέλιου από καρκίνο του στομάχου, ο Στέλιος, καθώς ήταν μικρό παιδί, άρχισε απεγνωσμένα να αναζητά μία πατρική φιγούρα. Εις μάτην, προσπαθούσε να υποκαταστήσει τον πατέρα του με το δάσκαλο της ιστιοπλοΐας ή με το θείο του, αργότερα με το μεγαλύτερο ξάδερφό του που ήταν επιτυχημένος επιχειρηματίας στον κλάδο των πλαστικών πωμάτων ή με το δάσκαλο φιλοσοφίας στο σχολείο. Αργότερα, ενώ είχε κατασταλάξει στον ξάδερφό του ως είδωλο, ο Στέλιος θεωρούσε παράλληλα πατρική φιγούρα τον καθηγητή οικονομικών στο πανεπιστήμιο της Δρέσδης. Όλα αυτά τα χρόνια μισούσε θανάσιμα όλους τους φίλους ή συντρόφους της μητέρας του, χωρίς να το δείχνει. Τριάντα με σαράντα χρόνια αργότερα, όταν ο φίλος μας ο Στέλιος συνειδητοποίησε πως ήδη από την εποχή του θανάτου του πατέρα του, οι δύο αδερφές του, οι οποίες ήταν μικρότερες του Στέλιου, και η μητέρα του Στέλιου, έβλεπαν το Στέλιο σαν πατρική φιγούρα, ο Στέλιος σταμάτησε την αναζήτησή του.

ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ

Η εταιρεία Κυριακόπουλος Α.Ε. που εισήγαγε, διένειμε και τοποθετούσε τζάμια παραθύρων, χρεοκόπησε πριν από ακριβώς δύο εργάσιμες ημέρες, δηλαδή πριν από συνολικά τέσσερις ημέρες, συμπεριλαμβανομένου του Σαββατοκύριακου, λόγω ενός λάθους σε μία συγκεκριμένη παραγγελία: ενώ η υπεύθυνη του τμήματος προώθησης προϊόντων έπρεπε να παραγγείλει από τον προμηθευτή στην Ελβετία το προϊόν με κωδικό AED54822, εκείνη παράγγειλε το προϊόν με κωδικό AES54822. Η ζημία που προκλήθηκε από το λάθος της υπεύθυνης του τμήματος προώθησης προϊόντων, οδήγησε την εταιρεία στη χρεοκοπία. Όλοι οι διευθυντές της Κυριακόπουλος Α.Ε., όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Κυριακόπουλος Α.Ε. (ήτοι οι δύο κόρες, η γυναίκα, η αδερφή και η μητέρα του κυρίου Κυριακόπουλου), ακόμα και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Κυριακόπουλος Α.Ε., ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον κύριο Κυριακόπουλο, είχαν υπολογίσει τεράστια κέρδη από την παραγγελία με κωδικό AED54822. Το συμπέρασμα των υπολογισμών είχε συμπεριληφθεί γραπτώς στα πρακτικά του συμβουλίου και είχε προωθηθεί γραπτώς στο τμήμα προώθησης προϊόντων, η υπεύθυνη του οποίου έκανε το λάθος. Ο προμηθευτής στην Ελβετία πληροφόρησε αργότερα τη χρεοκοπημένη πλέον Κυριακόπουλος Α.Ε. πως ο κωδικός AED54822 όχι μόνο δεν υπήρξε ποτέ ως προϊόν μα ούτε ως κωδικός.

ΑΓΝΟΕΙΤΑΙ

Ο κύριος Αργύρης άρχισε να αγνοείται το απόγευμα της 3ης Ιουνίου του περσινού χρόνου. Η μοναχοκόρη του κύριου Αργύρη άρχισε απεγνωσμένα να αναζητά τον πατέρα της. Ζήτησε τη βοήθεια συγγενών, φίλων, γνωστών, της αστυνομίας – μέχρι και ιδιωτικό ντετέκτιβ προσέλαβε. Όταν δε, είδε ότι κανείς δεν μπορούσε να βρει τον πατέρα της, αποφάσισε να βγει σε γνωστή εκπομπή της τηλεόρασης που αναζητά αγνοούμενους, αλλά… εις μάτην. Η κόρη του κύριου Αργύρη τελικά βρήκε τον πατέρα της, όχι από τους προαναφερθέντες φορείς αναζήτησης αγνοούμενων αλλά από ένα τεστ πατρότητας που έγινε μεταξύ της ίδιας, της μητέρας της (και γυναίκας του κύριου Αργύρη) και του περιπλανώμενου εμπόρου εγκυκλοπαιδειών.
Ο κύριος Αργύρης εξακολουθεί να αγνοείται.

«ΡΙΖΕΣ! ΜΑΤΩΜΕΝΕΣ ΡΙΖΕΣ!»

Η φίλη μας η Ανίτα, άκουγε Sepultura, κάπνιζε Winston και ενίοτε χασίς. Ήταν μέτρια μαθήτρια, τσακωνόταν με τους γονείς της (όποτε και αν τους έβλεπε) αλλά ήταν πιστή στη φιλία μαζί μας. Προχθές μάθαμε πως τη χτύπησε ένα φορτηγό καθώς διέσχιζε τη λεωφόρο Ποσειδώνος έξω από την Όστρια, όχι από τα φανάρια όπως θα ήταν πρέπον αλλά πιο κάτω από τα φανάρια, όπως δηλαδή άρμοζε στην προσωπικότητα της φίλης μας, της Ανίτας, με αποτέλεσμα το κορμί της να πολτοποιηθεί και τα μυαλά της να σκορπιστούν σε αρκετά χιλιόμετρα της λεωφόρου Ποσειδώνος, πιο κάτω και πιο πάνω από τα φανάρια, έξω από την Όστρια. Ο οδηγός του φορτηγού έφυγε (μαζί με το φορτηγό του) χωρίς να σταματήσει· κανείς δεν ξέρει ποιος ήταν. Η Ανίτα, όπως είναι φυσικό, δεν άκουσε ποτέ ξανά Sepultura.

ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ

Ο κύριος Μάνος εργάζεται στο δημόσιο. Κάθε βράδυ προγραμματίζει το ξυπνητήρι του στις 06:00 της επόμενης ημέρας για να προλάβει να ξυριστεί, να πλυθεί, να ντυθεί, να φάει κάτι πρόχειρο, να προλάβει το λεωφορείο και να φτάσει στη δουλειά του στην ώρα του. Είναι περήφανος να λέει πως κάθε πρωί ξυπνά από μόνος του στις 05:59, δηλαδή ακριβώς ένα λεπτό πριν το χτύπο του ξυπνητηριού. Ουκ ολίγες φορές, τον έχουμε ακούσει να καυχιέται πως το βιολογικό του ρολόι λειτουργεί αψεγάδιαστα.
Χθες το βράδυ (μας εμπιστεύτηκε σήμερα), ο κύριος Μάνος ακολούθησε την ίδια και απαράλλαχτη ιεροτελεστία, ωστόσο όταν ξύπνησε, η ώρα δεν ήταν 05:59 αλλά 03:00. Τα ακριβή του λόγια ήταν τα εξής:
«Αφού είδα την ώρα, γύρισα ανακουφισμένος πλευρό και αποκοιμήθηκα.»

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ

Η βιβλιοθήκη της σχολής μας έχει δύο ορόφους-επίπεδα: ο κάτω όροφος-επίπεδο αποτελείται από βιβλία ζωγραφικής, γλυπτικής και αρχιτεκτονικής· ο πάνω όροφος-επίπεδο αποτελείται από βιβλία φιλοσοφίας, μουσικής, θεάτρου, θεωρίας της τέχνης και δοκιμίων περί φωτογραφίας. Ίσως θα ήταν σκόπιμο να λέγαμε πως τα DVD και τα περιοδικά βρίσκονται στον κάτω όροφο-επίπεδο ενώ μπορεί κανείς να παρακολουθήσει ένα DVD στις οθόνες που βρίσκονται και στους δύο ορόφους-επίπεδα. Στη σκάλα που οδηγεί από τον κάτω όροφο στον πάνω όροφο, συνεπώς στη σκάλα που καθιστά εφικτή την επικοινωνία μεταξύ κάτω και πάνω επιπέδου, αντίστοιχα, υπάρχει πάντοτε μία προειδοποίηση: «Προσοχή: πάτωμα που γλιστράει», ως ζωτικής σημασίας μέρος της όλης ακαδημαϊκής μανίας περί υγιεινής, ασφάλειας, προστασίας, και πρόληψης ατυχημάτων. Οφείλουμε να πούμε πως ακόμα και όταν δεν έχει σφουγγαριστεί η μαρμάρινη σκάλα, η εν λόγω προειδοποίηση συνεχίζει να βρίσκεται εκεί, έχοντας χάσει πλέον το νόημά της και την ισχύ της – οπότε το μόνο σκοπό που εξυπηρετεί είναι μία γραφειοκρατική σημειολογία. Όταν ο συμφοιτητής μας, Μίλτος, έχοντας δανειστεί ένα DVD από τον κάτω όροφο-επίπεδο και ανεβαίνοντας τη σκάλα με σκοπό να δει το DVD στον πάνω όροφο-επίπεδο, όπου μπορεί κανείς να συγκεντρωθεί πιο εύκολα εφόσον δεν υπάρχει τόσος κόσμος όσο στον κάτω όροφο-επίπεδο, γλίστρησε στην πρόσφατα σφουγγαρισμένη μαρμάρινη σκάλα, έπεσε προς τα πίσω, χτύπησε και έσπασε το πίσω μέρος του κρανίου του βρίσκοντας ακαριαίο θάνατο, οι γονείς του Μίλτου μήνυσαν τη σχολή μας, όχι επειδή δεν υπήρχε μία προειδοποίηση «Προσοχή: πάτωμα που γλιστράει», αλλά επειδή υπήρχε πάντοτε τούτη η προειδοποίηση εκεί.

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007

Two tears in a bucket...