Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

ΑΝΑΤΑΡΑΞΗ

Κοίταξα για πρώτη φορά τα ξανθά μακριά κυματιστά μαλλιά της όταν πέρασε από δίπλα μου με την κανάτα γεμάτη ζεματιστό τσάι. Άκουσα για πρώτη φορά την αγγελική της φωνή όταν σαν αθώο παιδάκι έλεγε αμήχανα «Τσάι παρακαλώ;», «Tea please?» και η κανάτα να είναι βαριά στα ντελικάτα χέρια της με τη χλωμή επιδερμίδα, που είχαν μόλις αρχίσει να τρέμουν. Είχε κάνει γαλλικό στα νύχια της και η στολή της ήταν πρόσφατα σιδερωμένη. Άφησα το βλέμμα μου να χαϊδέψει τα μαλλιά της πασχίζοντας να μην την ερωτευθώ και προσπάθησα να μαντέψω την πρώτη συλλαβή του ονόματός της. Η Escada Moon Sparkle που ανέδυε μου θύμισε κάτι μητρικό, μία θερμή αγκαλιά, ένα παρηγορητικό νεύμα, σκέφτηκα το χαμόγελο της μητέρας μου που ενέπνεε ασφάλεια, τις προσευχές που έκανα μικρός στην Παρθένο, τις εικόνες του Βρέφους, τούτο το θείο εναγκαλισμό, έπειτα την τραγική Pieta, «μα…» ψέλλισα κι εκείνη τη στιγμή προσωπικής έκστασης, σα να άκουσε κάτι, έστρεψε το κεφάλι της και αφήνοντάς με να γίνω πιο αδιάκριτος και να κοιτάξω λάγνα το παιδικό προφίλ της, τα πράσινα αμυγδαλωτά μάτια, το μυτάκι που θέλεις να το φιλήσεις, τα γλυκά χειλάκια που σου θυμίζουν την πρώτη σου αγάπη στο δημοτικό, πριν ακόμα καταλάβεις τι είναι αυτό το αρχέγονο συναίσθημα που νιώθεις, πριν μάθεις να ερωτεύεσαι, πριν εκλογικεύσεις τους αθώους και αφελείς αυθορμητισμούς σου, τούτη η μέθη από τη στιγμιαία επιφοίτηση κράτησε για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να στρέψει το κεφάλι της πάλι αφήνοντας μία ευωδία από Organics, συνέχισα το αδιάκριτο οφθαλμικό χάδι μου στα κύματα των μαλλιών της, στην καμπύλη του ντελικάτου λαιμού της, αφέθηκα στην αμαρτωλή φαντασία μου που άρχισε να τη γδύνει εισπνέοντας λάγνα το άρωμα των μαλλιών της και εκπνέοντας τρυφερά λόγια στη μεταξένια επιδερμίδα του λαιμού της, «αγάπη», ψιθύρισα με αφέλεια, αλλά δε γύρισε τούτη τη φορά, τεντώθηκε για να προσφέρει τσάι σε κάποιον επιβάτη γεννώντας μου τη φαντασίωση να κοιμάμαι στο γυμνό μπράτσο της μετά από αμέτρητους, άνομους οργασμούς, «ηδονή» είπα σιγανά στον εαυτό μου σκεφτόμενος πως τίποτε άλλο δε θα ταίριαζε μετά από τούτες τις δύο λέξεις παρά ο δίφθογγος «γδ», που γαργαλούσε παιχνιδιάρικα τον ουρανίσκο και εξήπτε ερωτικά την άκρη της γλώσσας, μα όταν προχώρησε και χάθηκε στο διάδρομο του αεροπλάνου, συνεχίζοντας να προσφέρει τσάι, αφήνοντας να της ξεφύγει ένα αυθόρμητο γελάκι από ένα αστείο που δεν άκουσα, δεν κατάλαβα, η εντύπωση και μόνο που άφησε στο μυαλό μου, η οπτασία που είχα και μπορεί να φαντάστηκα στην ονειροπόληση του επικείμενου ταξιδιού μου, οι άκρες των κυματιστών μαλλιών της που χάιδευαν στη φαντασία μου τη γυμνή της πλάτη, δεν μπορούσαν παρά να μου αφήσουν ένα ονειρικό, ένα εκκλησιαστικό, ένα χορωδιακό, σχεδόν σαν αναστεναγμός ηδονής, «ααα…», τούτη η αιθέρια ύπαρξη που περπάτησε πριν από λίγο δίπλα μου και για λίγα δευτερόλεπτα ήταν κάτι απτό πριν υπερβεί την πεζή μου πραγματικότητα και αναχθεί σε παγανιστική ιδέα, είχε χαθεί στο βάθος του αεροπλάνου όταν ψιθύρισα «Μάγδα…», αλλά δεν άκουσε τίποτα.