Δευτέρα 31 Μαρτίου 2008

ΣΥΝΔΙΑΛΕΞΗ

Χτύπος κινητού τηλεφώνου. Γλυφάδα. Γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι (για ορισμένους πρωί).
«Ναι.»
«Καλημέρα φίλε μου, τί κάνεις;»
«Το πρωί στραγγάλισα τη μητέρα μου, δολοφόνησα τον πατέρα μου με ένα κουζινομάχαιρο, έπειτα σκότωσα στο δρόμο το γείτονα με την κυνηγετική, πριν από λίγο άνοιξα το κεφάλι μίας άγνωστης στο δρόμο με ένα λοστό που είχα από μικρός και μόλις τώρα έπνιξα το νεογέννητό της στην κούνια με ένα μαξιλάρι. Αφού το βίασα.»
«…» (Σάστισμα από το άλλο άκρο της γραμμής.)
«Τί τρέχει;»
«Τι να σου πω… Κουράγιο!»
«Ευχαριστώ, ρε. Τώρα έχω να πάω στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς μου. Με περιμένει για μεσημεριανό με τους γονείς της.»
«Εεε… Καλή συνέχεια.»
«Ευχαριστώ, ρε. Λοιπόν!»
«Τί;»
«Εσύ τί θα κάνεις μετά;»

Τρίτη 11 Μαρτίου 2008

ΚΥΡΙΑΚΗ

Εκεί, κατά τις τρεις το πρωί, άκουσε το αηδόνι να τραγουδάει έξω από το παράθυρό του. Πολύ νωρίς, συλλογίστηκε· όντως, τις περισσότερες φορές, το αηδόνι άρχιζε το τρυφερό σα μητρική αγκαλιά και γλυκό σαν ερωτική έλξη, τραγούδι του κατά τις πέντε. Εκείνος το γνώριζε αυτό, διότι τελευταία δεν κοιμόταν καλά. Μήπως το ότι ήρθε νωρίτερα σήμερα το αηδόνι σημαίνει κάτι;, αναρωτήθηκε.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι του και έτσι γυμνός που ήταν πήρε την ακουστική κιθάρα του και βγήκε στο μπαλκόνι. Δεν τον ένοιαζε το κρύο. Μήτε τον τρόμαζε το κρυοπάγημα. Ό,τι είχε να χάσει το είχε χάσει προ πολλού. Κάθισε στο κάθισμα από μπαμπού και αφουγκράστηκε το χάραμα. Ένας γκιώνης καλούσε μυστικιστικά το ταίρι του. Ένα ξαφνικό δροσερό αεράκι – να, σαν ανέλπιστος έρωτας – έκανε τις δάφνες να θροΐσουν. Αλλά, πιο έντονος απ’ όλους αυτούς τους γνώριμους ήχους που στοιχειώνουν πολλές φορές τη νύχτα μας, ήταν εκείνος του αηδονιού που σα βγήκε εκείνος γυμνός στο μπαλκόνι με την κιθάρα του, το κελάηδημά του έγινε εντονότερο – σαν την πρόσφατη ανάμνηση μίας χαμένης αγκαλιάς – που στοίχειωνε τη δική του νύχτα.
Ήταν πλέον πεπεισμένος πως το αηδόνι τον καλούσε να το συνοδεύσει με την κιθάρα του στο ζωηρό του κελάηδημα. Ξεκίνησε να παίζει το Blackbird των Beatles. Σκέφτηκε ότι θα ταίριαζε. Σαν άκουσε το αηδόνι τις πρώτες νότες, ζωήρεψε περισσότερο και το κελάηδημά του έγινε ακόμα πιο έντονο. Παίξανε μαζί, έτσι τελετουργικά μέσα στη νύχτα, για μερικά δευτερόλεπτα. Εκείνος είχε λιγωθεί από την ομορφιά του συντονισμού. Το αηδόνι δεν ένιωθε πια μόνο του. Αλλά κάποια στιγμή, κι επειδή του άρεσε τόσο πολύ ο ήχος από την κιθάρα του γυμνού ανθρώπου, ένιωσε να πνίγεται από τούτη την πρωτόγνωρη ομορφιά. Δεν είχε ξανανιώσει τόσο όμορφα, με αποτέλεσμα να παγώσει από τρόμο. Και σταμάτησε να κελαηδάει. Εκείνος όμως δεν το πρόσεξε έτσι λιγωμένος από τη διονυσιακή του μέθη που του πρόσφερε η μουσική και άρχισε να παίζει πιο δυνατά την κιθάρα του μέχρι που έπαψε να εναρμονίζεται με τη νύχτα – σχεδόν, το έθιξε το καημένο το αηδόνι. Ναι, έθιξε την περηφάνια του.
Όταν το αηδόνι πέταξε μακριά, εκείνος το κατάλαβε. Δεν το άκουσε να πετάει, αλλά ένιωσε μία απώλεια μέσα του, μία απώλεια που γνώριζε πως καμία κιθάρα και κανένα τραγούδι και κανένα άλλο νυχτοπούλι δε θα το βοηθούσε να βαστάξει. Γνώριζε πως είχε μείνει μόνος του. Κάθισε γυμνός με την κιθάρα του χωρίς να παίζει. Άκουγε τον γκιώνη. Μέχρι και το αεράκι είχε πάψει. Εκείνο το δροσερό αεράκι του καλοκαιρινού πρωινού που, πριν ακόμα χαράξει, παιχνιδίζει ερωτικά με το λευκό πέπλο της κουρτίνας μπροστά από το θερμό γκρίζο του ουρανού…
Ευτυχώς, σκέφτηκε, τα τριαντάφυλλα του κήπου μου είναι όλα κόκκινα, το αηδόνι δε θα κάνει καμιά ανοησία (σκεφτόμενος κάτι που είχε διαβάσει από τον Oscar Wilde).
Ξημέρωνε Κυριακή.