Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

ΣΥΝΘΗΚΗ

Στην αρχή της διάλεξης, μας είπε, «καθημερινά και μάλιστα περισσότερες από μία φορές την ημέρα συλλογίζομαι την αυτοκτονία και τα μέσα – πάντοτε προμελετημένα και ποτέ αυθόρμητα – και τους τρόπους – από τους πιο ανώδυνους μέχρι τους πιο επώδυνους – αποπεράτωσης του έργου της αυτοκτονίας και σκέφτομαι», συνέχισε, «πως τόσα χρόνια λόγω αυτής της άσκησης που έχει γίνει, ναι, καθημερινή και σταθερή πνευματική συνθήκη, διατηρούμαι, ήτοι η καθημερινή άσκηση συλλογισμού της αυτοκτονίας έχει αποτελέσει το μέσο διατήρησής μου».

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

Affettuoso

Όταν πάνω σε συζήτηση, είπα σε κάποιον οπαδό του Χατζιδάκι πως το Affettuoso από το 5ο Brandenburg του Bach, μου θύμιζε το λυρικό ύφος της μουσικής στο Χαμόγελο της Τζοκόντα, του Χατζιδάκι, δίχως να δώσω έμφαση στο σημείο αυτό (και χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία για εμένα), εκείνος θίχτηκε, με αποτέλεσμα να μην προλάβω να αναφέρω ούτε το Andante από το κονσέρτο για μαντολίνα του Vivaldi, ούτε το τρίτο μέρος (Marcia Funebre) από την τρίτη συμφωνία του Beethoven (τη λεγόμενη Eroica), ούτε το Feierlich und gemessen, ohne zu schleppen από την πρώτη συμφωνία του Mahler, ως προσωπικά μου σημεία αναφοράς για τη μουσική του Χατζιδάκι.

Όταν πριν από λίγες μέρες ακούγαμε μαζί με τον προαναφερθέντα οπαδό του Χατζιδάκι το μουσικό θέμα από το Papillon, του Jerry Goldsmith, στο οποίο ο εν λόγω οπαδός είπε «ιδιαίτερα αυτό το κομμάτι του Χατζιδάκι, μ’ αρέσει πάρα πολύ», αρνήθηκα να διορθώσω το λάθος του.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ένα βράδυ με πλησίασε ο γιος μου για να μου μιλήσει.

«Μπαμπά, θέλω αν σου μιλήσω», μου είπε χαρακτηριστικά.

Επειδή είχα καιρό να τον ακούσω – ή να μου μιλήσει, δεν είμαι σίγουρος – παραξενεύτηκα, οπότε επανέλαβε την επιθυμία του να μου μιλήσει.

Χαρακτηριστικά, λέξη προς λέξη, είπε: «Μπαμπά, θέλω να σου μιλήσω», πάνω στο οποίο δε μίλησα λόγω αμηχανίας αλλά έκανα νεύμα να συνεχίσει, πάνω στο οποίο ο γιος μου συνέχισε: «Προχθές, στην Κόρινθο, είδα μια κοπέλα σε μια καφετέρια και μου άρεσε αλλά καθόταν με κάποιον άλλο. Την κοίταζα. Με κοίταξε κι εκείνη δυο-τρεις φορές με νόημα. Σηκώθηκε και ρίχνοντάς μου ένα ηδυπαθές βλέμμα, πήγε στην τουαλέτα, όπου την ακολούθησα. Στην τουαλέτα, τη ρώτησα πως τη λένε κι εκείνη απάντησε Άννα. Τη ρώτησα εάν ήθελε να βγαίναμε πιο μετά μαζί, αφού προχθές ήμουν εξόδου και θα ήθελα να αλλάξω, να κάνω ένα ντους και να βάλω πολιτικά. Μου είπε, βέβαια, αρκεί να μην έπαιρνε τίποτα είδηση ο δικός της και ότι την άναβαν οι φαντάροι. Αυτή η τελευταία πρόκληση ήταν αρκετή για να με ωθήσει να τη φιλήσω, πράγμα που αρνήθηκε. Τότε, την έπιασα από τα μαλλιά και χτύπησα το πρόσωπό της πολλές φορές πάνω στη γυαλιστερή πορσελάνη της λεκάνης ώσπου η Άννα σταμάτησε να αναπνέει. Το πρόσωπό της είχε γίνει αγνώριστο. Το αίμα της, όταν προσπάθησα (αλλά δεν τα κατάφερα λόγω παραμόρφωσης) να βρω τα χείλια της με τα δικά μου, ήταν αλμυρό σα δάκρυ.»

Έπειτα από τρία λεπτά απόγνωσης, ένιωσα ένα θαυμασμό για την ψυχραιμία του αφηγητή.

Ο γιος μου συνέχισε, λέγοντας πως αισθάνθηκε την τελευταία ανάσα της Άννας καθώς κρατούσε σφιχτά το πλέον πολτοποιημένο κεφάλι της στα χέρια του. Χαρακτηριστικά, είπε, λέξη προς λέξη: «Αισθάνθηκα την τελευταία ανάσα της Άννας καθώς κρατούσα σφιχτά το πλέον πολτοποιημένο κεφάλι της στα χέρια μου» και τούτη η δήλωση ήταν η τελευταία που έκανε για το συμβάν. Πήγε στο δωμάτιό του και με άφησε στο δικό μου και δε μιλήσαμε γι αυτό το ζήτημα έκτοτε.

Τώρα, ένα δεκαήμερο έπειτα από εκείνο το βράδυ που ο γιος μου μού μίλησε, αισθάνομαι ένα είδος περηφάνιας για το γιο μου που αντιμετώπισε το φόβο που έτρεφε προς τον πατέρα του και αποφάσισε να μιλήσει σ’ εμένα.

ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΗΣΗ

Και γιατί να με κοιτάξει έτσι από το διπλανό τραπέζι και ποιος ήταν αυτός που καθόταν δίπλα της και γιατί απέστρεψε το βλέμμα της απότομα και γιατί δεν πιάνονταν χέρι-χέρι και γιατί να μη με χαιρετήσει και γιατί έκανε πως δε με ήξερε μπροστά στο συνοδό της και γιατί έκανα πως δεν την ήξερα μπροστά στη συνοδό μου και γιατί δε με είχε πιστέψει τότε και γιατί με είχε αγγίξει έτσι μια άλλη φορά σε μία όχι και τόσο τυχαία συνάντηση και γιατί σταμάτησε να φοράει την Givenchy και μήπως αυτός είναι καλύτερος από μένα, το βρίσκει τάχα πιο όμορφο, περισσότερο ενδιαφέροντα, καλύτερο στο κρεβάτι, πιο κεφάτο, την κάνει να γελάει, να κλαίει, να αναμένει εναγωνίως την επιστροφή του, την επόμενη συνάντηση, εκείνη πεθυμά το χαμόγελό του, λαχταρά να ακούσει τη φωνή του, εκείνος έχει περάσει νύχτες στο σπίτι της δίχως να υπάρχει – και να μη χρειάζεται – τίποτ’ άλλο στον κόσμο παρά το κορμί της, της έχει αφιερώσει Καβάφη ακούγοντας Satie και γιατί πλήρωσαν το λογαριασμό μισά-μισά και γιατί φεύγοντας την έπιασε από τη μέση και γιατί δεν απάντησα στη συνοδό μου όταν με ρώτησε αν έχω κάτι, ίσως να ανεβάσω πυρετό σήμερα, ίσως να βρω μια απάντηση στο κορμί της συνοδού μου, ίσως την πληγώσω, ίσως κάπου πρέπει να πω αρκετά, ίσως μάλιστα να το πιστέψω κιόλας – Πώς; Δεν ήταν αυτή;

ΕΥΡΕΣΗ

Προ δύο μηνών απωλέσθη η ταυτότητά μου που είχε εκδοθεί ακριβώς έπειτα από την απόλυσή μου από το ναυτικό και στις πέρα για πέρα αποτυχημένες απόπειρές μου να βρω την ταυτότητά μου, αποφάσισα να δηλώσω απώλεια ταυτότητας και να εκδώσω καινούρια ταυτότητα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής μου, αν και ήμουν σίγουρος πως επρόκειτο για κλοπή. Χθες αφού διαπίστωσα πως είχα χάσει το βιβλιάριο τραπέζης με το λογαριασμό μου και όλες τις αποταμιεύσεις μου, πίστεψα πως επρόκειτο για οργανωμένη επίθεση, όπως λέγεται, και έντρομος τηλεφώνησα στην τράπεζα για να βεβαιωθώ πως δεν είχαν υπεξαιρεθεί οι αποταμιεύσεις μου από τον εν λόγω λογαριασμό αν και είχα ήδη δηλώσει την καινούρια μου ταυτότητα στην τράπεζα με τα κατάλληλα χαρτιά από το αστυνομικό τμήμα για τον Τειρεσία. Η ευγενέστατη υπάλληλος της τράπεζας με διαβεβαίωσε στην τηλεφωνική συνδιάλεξη πως οι αποταμιεύσεις μου ήταν ασφαλείς και δε διέτρεχαν κίνδυνο. Σήμερα το πρωί ψάχνοντας για το βιβλιάριο τραπέζης, βρήκα την παλιά και πλέον άκυρη ταυτότητά μου κάτω από ένα κασκόλ που είχα χάσει πέρυσι το Φεβρουάριο σε ένα ταξίδι μου στη Μάλτα. Ήταν μία απώλεια που μου είχε στοιχίσει.

ΔΙΑΝΟΜΗ

Ήταν ένα ταιριαστό ζευγάρι, όπως λέγεται. Εκείνη μαγείρευε πικάντικες σάλτσες και εκείνος έφτιαχνε ασυνήθιστες σαλάτες. Για πολλά χρόνια έπειτα από το χωρισμό τους, αγγάρευαν το γιο τους με το μηχανάκι και έστελνε ο ένας στον άλλο καθημερινά φαγητό.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Αναγκαστήκαμε να ξηλώσουμε από τις κολόνες και τους φράχτες όλες τις προσφάτως αναρτημένες ταμπέλες που οδηγούν σε καινούριο οίκο ανοχής της περιοχής μας διότι με τόσα σπίτια φίλων και γνωστών εδώ κοντά, ένας ακόμα οίκος είναι, ναι, περιττός – και έπηλυς.