Και γιατί να με κοιτάξει έτσι από το διπλανό τραπέζι και ποιος ήταν αυτός που καθόταν δίπλα της και γιατί απέστρεψε το βλέμμα της απότομα και γιατί δεν πιάνονταν χέρι-χέρι και γιατί να μη με χαιρετήσει και γιατί έκανε πως δε με ήξερε μπροστά στο συνοδό της και γιατί έκανα πως δεν την ήξερα μπροστά στη συνοδό μου και γιατί δε με είχε πιστέψει τότε και γιατί με είχε αγγίξει έτσι μια άλλη φορά σε μία όχι και τόσο τυχαία συνάντηση και γιατί σταμάτησε να φοράει την Givenchy και μήπως αυτός είναι καλύτερος από μένα, το βρίσκει τάχα πιο όμορφο, περισσότερο ενδιαφέροντα, καλύτερο στο κρεβάτι, πιο κεφάτο, την κάνει να γελάει, να κλαίει, να αναμένει εναγωνίως την επιστροφή του, την επόμενη συνάντηση, εκείνη πεθυμά το χαμόγελό του, λαχταρά να ακούσει τη φωνή του, εκείνος έχει περάσει νύχτες στο σπίτι της δίχως να υπάρχει – και να μη χρειάζεται – τίποτ’ άλλο στον κόσμο παρά το κορμί της, της έχει αφιερώσει Καβάφη ακούγοντας Satie και γιατί πλήρωσαν το λογαριασμό μισά-μισά και γιατί φεύγοντας την έπιασε από τη μέση και γιατί δεν απάντησα στη συνοδό μου όταν με ρώτησε αν έχω κάτι, ίσως να ανεβάσω πυρετό σήμερα, ίσως να βρω μια απάντηση στο κορμί της συνοδού μου, ίσως την πληγώσω, ίσως κάπου πρέπει να πω αρκετά, ίσως μάλιστα να το πιστέψω κιόλας – Πώς; Δεν ήταν αυτή;
Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010
ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΗΣΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου