Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2007

ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ

Κάθε χρόνο, στις 21 Δεκεμβρίου, η εταιρεία στην οποία δουλεύει ο κύριος Αριστείδης, οργανώνει μία γιορτή για όλους τους υπαλλήλους της. Κάθε χρόνο, ορισμένοι από τους υπαλλήλους της εν λόγω εταιρείας κανονίζουν να βρεθούν έπειτα από το συνηθισμένο νυχτερινό συμπόσιο σε κάποιο μπαρ «για ένα ποτό», χωρίς το αφεντικό τους. Ο κύριος Αριστείδης, μοναχικός τύπος γαρ, κάθε χρόνο αρνείται τις ειλικρινείς προσκλήσεις των συναδέλφων του στο μπαρ έπειτα από τη γιορτή της εταιρείας, αν και στη γιορτή της εταιρείας εμφανίζεται κάθε χρόνο, διότι η γιορτή της εταιρείας είναι μέρος της δουλειάς. Φέτος, στις 20 Δεκεμβρίου, ενώ οι συνήθεις υπάλληλοι σχεδίαζαν την έξοδό τους έπειτα από τη συνηθισμένη γιορτή της εταιρείας, η οποία θα γινόταν το επόμενο βράδυ σε ένα κουτούκι με φαγητό, ποτό και ζωντανή μουσική (από παλιά ρεμπέτικα μέχρι σύγχρονα λαϊκά), έχοντας μάθει πλέον τον κύριο Αριστείδη, δεν τον προσκάλεσαν στην έξοδό τους. Ο κύριος Αριστείδης κάθε χρόνο ήλπιζε πως δε θα ήταν αναγκασμένος να έρθει σε εκείνη την άβολη θέση να αρνηθεί την πρόσκληση των συναδέλφων του για μία μάζωξη «για ποτό», έπειτα από την καθορισμένη γιορτή της εταιρείας. Όταν όμως ο κύριος Αριστείδης, όλως τυχαίως, περπατούσε μπροστά από τρεις συναδέλφους του κατευθυνόμενος στο φωτοτυπικό μηχάνημα και έχοντας στα χέρια του τις εγκυκλίους για τις νέες αυξήσεις τιμών, ακούγοντας τους συναδέλφους του να κανονίζουν την έξοδό τους έπειτα από τη γιορτή της εταιρείας χωρίς να τον καλέσουν, αν και είχαν την ευκαιρία να τον καλέσουν, επειδή εκείνη ακριβώς τη στιγμή περνούσε από μπροστά τους, ένιωσε κάπως άβολα.

4 σχόλια:

elix_geo είπε...

Νομίζω ότι ο κύριος χμ... Αριστείδης, εφεξής δεν θα πρέπει να πηγαίνει να βγάζει φωτοτυπίες μόνος του!
Τι διάολο, τόσες γραμματείς έχει!

Ανώνυμος είπε...

Ο κύριος Αριστείδης αυτό το βράδι θα έκανε κάτι διαφορετικό.
Ενώ τις προηγούμενες χρονιές στις 20 Δεκεμβρίου ξενυχτούσε με το άγχος πώς θα βρει μια καλή δικαιολογία να μη βγει με τους συναδέλφους του, φέτος αναλογιζόταν τα χρόνια της μοναξιάς που έχει μπροστά του. Βγαίνοντας στη σύνταξη, θα έχανε το κοινωνικό περιβάλλον όπου πέρασε μια ζωή. Σίγουρα κανείς από τους πρώην συναδέλφους του θα τον αναζητούσε. Για πρώτη φορά ομολόγησε ότι δεν ήξερε τίποτε γι αυτούς παρόλο που ήταν σχεδόν μια ζωή στο ίδιο γραφείο. Δεν ήξερε τις γυναίκες τους, πόσα παιδιά είχαν, τι προβλήματα αντιμετώπισαν όλα αυτά τα χρόνια. Ο κύριος Αριστείδης πάντα ένιωθε πανικό όταν συλλογιζόταν ότι έπρεπε να ανοίξει μια συζήτηση και να την κρατήσει ζωντανή. Θεωρούσε ότι έπρεπε να μιλάει για σπουδαία, φιλοσοφημένα πράγματα και όχι για απλά, καθημερινά. Πάντα θαύμαζε αυτούς που μπορούσαν να συζητούν με τις ώρες ακόμα και με σχεδόν αγνώστους. Αυτός, μετά βίας εύρισκε ένα θέμα για συζήτηση και αισθανόταν ότι το είχε εξαντλήσει στα 5 πρώτα λεπτά. Το ρεκόρ του ήταν 3 λεπτά και 15 δευτερόλεπτα. Τελικά ήθελε κότσια η ζωή, ακόμα κι αυτή η απλή του κυρίου Αριστείδη. Ξαφνικά η λύση άστραψε μπροστά του. Θα προσπαθούσε να αλλάξει την κατάσταση, να σώσει την παρτίδα τώρα στο τέλος. Το σχέδιο ήταν απλό, διαβολικά απλό! Δεν θα αναγνώριζε ως συντάξιμα τα χρόνια του στρατού. Έτσι, δεν θα έπαιρνε σύνταξη σε ένα χρόνο όπως το υπολόγιζε αλλά θα είχε ακόμα τρία χρόνια μπροστά του να καταφέρει ό.τι δεν είχε ως τώρα, να ζήσει πραγματικά τους συναδέλφους του, να αποκτήσει φίλους.
Ο κύριος Αριστείδης χωρίς άγχος πια, έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε στις 5 το πρωί.

Ανώνυμος είπε...

Να πούμε στον κύριο Αριστείδη ότι οι άνθρωποι δεν αλλάζουν (και κρίμα τα 2 επιπλέον χρόνια εργασίας) ή να τον αφήσουμε να κοιμάται για λίγο καιρό ακόμα ήσυχος;

Ανώνυμος είπε...

Την επόμενη μέρα 21 Δεκεμβρίου ο κύριος Αριστείδης εμφανίστηκε στο γραφείο του λίγο κίτρινος μεν από το ξενύχτι, αλλά ευδιάθετος. Καλημέρισε τη γραμματέα του και αφού απόλαυσε πρώτα έναν ελληνικό καφέ, πήρε τις εγκυκλίους με τις νέες τιμές και βγαίνοντας την ρώτησε αν ήθελε να της φωτοτυπήσει κανένα έγγραφο. Η γραμματέας έκπληκτη από την συμπεριφορά του προϊσταμένου της, ούτε καν σκέφτηκε πως αυτό ήταν ανάρμοστο κι έτσι έδωσε μερικά έγγραφα για φωτοτυπίες. Ο κύριος Αριστείδης κίνησε για το φωτοτυπικό καλημερίζοντας τους συναδέλφους στον διάδρομο. Το φωτοτυπικό πρέπει να ξέρετε, παίζει το ρόλο της κρήνης στην πλατεία του χωριού. Εδώ μαζεύονται οι υπάλληλοι και συζητούν για τα καθημερινά γεγονότα στον έξω κόσμο καθώς και τα συμβαίνοντα στην εταιρεία ασκώντας κοινωνική κριτική (βεβαίως, βεβαίως)
Αφού τους χαιρέτησε, πήρε σειρά για φωτοτυπίες και καθώς ετοιμαζόταν να πει τη γνώμη του για την πρόσληψη του τερματοφύλακα του Ολυμπιακού Νικοπολίδη ως δενδροκόμου στο δήμο Κηφισιάς, ένας συνάδελφος τού είπε:
-Κύριε Αριστείδη, μη ξεχάσεις απόψε την έξοδό μας.
Όλα σκοτείνιασαν μπροστά του. Μέσα στο κεφάλι του γίνονταν απανωτές εκρήξεις. Σειρήνες συναγερμού ηχούσαν και φώτα προειδοποιητικά αναβόσβηναν μέχρι που καίγονταν μέσα σε καπνούς. Το μυαλό του άδειαζε και ξαναγέμιζε με σπαράγματα σκέψεων αλληλοσυγκρουόμενων. Πανικός τον έπιασε, δεν ήξερε από πού να πιαστεί και τι να πει. Έτσι πέρασαν αιώνες αμήχανης σιωπής, μέχρι που μια δικαιολογία κατάφερε να φτάσει ως τα χείλη του, αυτήν που είχε επικαλεστεί και πέρσι. Λυπάται, αλλά αρρώστησε ξαφνικά η μητέρα του και δεν μπορεί να την αφήσει μόνη αυτό το βράδυ. Κατόπιν, έβγαλε μια-δυο φωτοτυπίες και βιάστηκε να επιστρέψει στο γραφείο του.
Από κει, ξεμύτισε αργά, αφού έφυγαν οι περισσότεροι συνάδελφοι. Στο σπίτι ευτυχώς, είχε επιστρέψει η σύζυγός του κι έτσι κατάφερε να απασχολήσει το μυαλό του με κάτι έξω από την ζωή του γραφείου. Το βράδυ όμως, ένιωσε την κατάθλιψη να τον περικυκλώνει, ήταν η ώρα που οι συνάδελφοί του θα διασκέδαζαν στο κουτούκι. Πήρε τον σκύλο του βγήκε για περπάτημα. Έπρεπε να το αποδεχτεί. Δεν αισθανόταν ευχάριστα ανάμεσα σε μεγάλες παρέες. Ένιωθε σαν να ήταν ξένο σώμα. Αλλά ούτε ο πρώτος ήταν ούτε ο τελευταίος. Στο κάτω-κάτω είχε τρεις-τέσσερεις παιδικούς φίλους που συναντιόνταν (σε αραιά διαστήματα βέβαια) με τους οποίους συνδεόταν με μια πραγματική φιλία. Τρεις τέσσερεις πραγματικοί φίλοι είναι πάρα πολλοί, σκέφτηκε. Ποιος έχει τόσους αληθινούς φίλους που όταν χρειαστεί θα τρέξουν να συμπαρασταθούν; Επιπροσθέτως είχε τον εαυτό του. Τις καλύτερες συζητήσεις τις έκανε με τον εαυτό του όταν έβγαζε βόλτα τον σκύλο.
Έπρεπε να το αποδεχτεί, ανήκε στο είδος Homo Monachus-Monachus, ευτυχώς όμως όχι Homo monochnotus-monochnotus. Στην εταιρεία όπως έχε φανεί, τον συμπαθούν και εκτιμούν την πραότητα καθώς και την προθυμία να βοηθά με την εμπειρία του άλλους συναδέλφους όταν αντιμετωπίζουν προβλήματα στο γραφείο. Και βεβαίως, ποτέ δεν τον έχουν ακούσει να κακολογεί, αντιθέτως πάντα προσπαθεί να βρει τα θετικά στοιχεία των ανθρώπων. Επίσης του αναγνώριζαν την αίσθηση του χιούμορ που έχει. Δεν ήταν λοιπόν τραγική η κατάσταση. Να είναι καλά η μανούλα του, σκέφτηκε, να την «αρρωστήσει» μια-δυο φορές ακόμη-εδώ έβαλε τα γέλια- και όλα θα πάνε καλά.
Έτσι λοιπόν ο κύριος Αριστείδης συμβιβάστηκε επιτέλους με τον εαυτό του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και κοιμήθηκε απαλλαγμένος από τις έγνοιες του. Το πρωί στο γραφείο, αφού εξέφρασε την λύπη του που δεν μπόρεσε να παραβρεθεί στην έξοδο των συναδέλφων, ζήτησε άδεια και κατέβηκε στην Αθήνα στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, όπου κατέθεσε τα δικαιολογητικά για αναγνώριση της στρατιωτικής του θητείας ως συντάξιμης.