Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2007

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑΤΟΣ

Μία τερατωδία

You know that I can be in love
With almost everyone

Bryan MacLean

It’s something unpredictable
But in the end it’s right
I hope you had the time of your life

Green Day

Υποσχέθηκα στην Έβελιν να γράψω ένα ευθυμογράφημα – μα έτσι κι αλλιώς το ευθυμογράφημα γράφεται, ήδη έχω αρχίσει τις ταυτολογίες, θα μπορούσα βέβαια να της είχα υποσχεθεί πως θα διάβαζα ένα ευθυμογράφημα, μα ποιος ο λόγος τη στιγμή που εκείνη μου ζήτησε να γράψω ένα ευθυμογράφημα και όχι να διαβάσω ένα ευθυμογράφημα; Καλύτερα λοιπόν θα ήταν να έλεγα πως υποσχέθηκα στην Έβελιν ένα ευθυμογράφημα. Νιώθω ωστόσο υπερβολικά φορτισμένος για ένα ευθυμογράφημα αλλά το να λες στην Έβελιν πως νιώθεις υπερβολικά φορτισμένος σημαίνει να αρχίζεις τις φληναφολογίες με στόχο την υπεκφυγή του να γράψεις ένα ευθυμογράφημα για την Έβελιν. Καλύτερα θα ήταν να έλεγα στην Έβελιν πως, ναι, Έβελιν, θα ήθελα κι εγώ να γράψω ένα ευθυμογράφημα, ένα σύντομο μάλιστα ευθυμογράφημα για την Έβελιν, θα έλεγα στην Έβελιν, μα το πρόβλημα είναι πως νιώθω ταυτόχρονα να με κυριεύει μία διονυσιακή χαρά και μία γλυκιά μελαγχολία. Θα ήταν βέβαια περισσότερο σκόπιμο να έλεγα πως γράφω στην Έβελιν ένα ευθυμογράφημα για τη Θεανώ και όχι ένα ευθυμογράφημα στην Έβελιν για την Έβελιν – και μέσα σε τούτο το νωχελικό μπέρδεμα να αφιέρωνα τούτο το σύντομο ευθυμογράφημα στον Τίμαιο. Έλα όμως που η Θεανώ δε μου ζήτησε να γράψω ένα ευθυμογράφημα – ένα σύντομο μάλιστα ευθυμογράφημα – για τη Θεανώ, πόσο μάλλον ένα ευθυμογράφημα για την Έβελιν. Ο Τίμαιος δε; – ούτε να ακούσει για ευθυμογραφήματα! – Πόσο μάλλον ένα ευθυμογράφημα για τις αδερφές του, την Έβελιν και τη Θεανώ – ούτε να το σκέφτομαι. Θα μπορούσα να γράψω ένα ευθυμογράφημα – και ας ήταν και ένα σύντομο ευθυμογράφημα, να πάρει – για τη Θεανώ, την Έβελιν και τον Τίμαιο, μα αφού θα διαπραγματευτώ το παρόν σχήμα (έστω και με σύντομο τρόπο), θα μπορούσα κάλλιστα να εκπληρώσω και την υπόσχεσή μου στην Έβελιν και να γράψω ένα ευθυμογράφημα στην Έβελιν για την Έβελιν. Έβελιν, θα πρέπει όμως, να της πω, δεν είναι δυνατόν να γράφω ένα ευθυμογράφημα στην Έβελιν αποκλειστικά για την Έβελιν, θα πρέπει να το εντάξω σε ένα πλαίσιο – ας ορίσουμε τούτο το πλαίσιο λοιπόν χωρικά, ναι, έστω πως το ευθυμογράφημά μου – διόρθωση: το ευθυμογράφημα της Έβελιν – λαμβάνει χώρα στο μπαρ Sussex, μέσα από τους φοίνικες, κοντά στη θάλασσα της Γλυφάδας, με ροκ ακούσματα περασμένων δεκαετιών, Jack με πάγο που το έπινα προσποιούμενος τον Bogart περιμένοντας την Bergman, το βλέμμα μου αχανές, το ύφος μου αυτοσαρκαστικό, τα σχόλιά μου καυστικά, να γνωρίζω τι γίνεται γύρω μου αλλά να το κρύβω, να μου κάνουν πουτανιές αλλά να είμαι μεγαλύτερη πουτάνα, να με περνάνε για λεφτά αλλά να μην έχω φράγκο, να με περνάνε για ηλίθιο αλλά να τους ποδοπατώ πνευματικά και ούτε να το υποψιάζονται, να με νομίζουν για μεθυσμένο αλλά να τα έχω τετρακόσια, καθώς λέγεται, να έχουν την εντύπωση πως δε μου καίγεται καρφάκι για καμία μα να είμαι ερωτευμένος, να νομίζουν πως σοβαρολογώ μα να αστειεύομαι, να νομίζουν πως αστειεύομαι μα να σοβαρολογώ, χωρίς να θέλω να το ξέρουν, πάντα να τους κάνω να μπερδεύονται, να με νομίζουν γαλαντόμο μα το υψηλό φιλοδώρημα το έδινα διότι η συντεχνία των σερβιτόρων μού θύμιζε τα υποχθόνια σαλούν σε ταινίες γουέστερν, έτσι όπως ξεχώριζαν τα τραπέζια, έτσι όπως μοίραζαν το φιλοδώρημα, έτσι όπως στήριζαν η μία την άλλη, έτσι όπως την έφερνε πισώπλατα η μία στην άλλη, έτσι όπως τσακώνονταν μεταξύ τους, με το αφεντικό τους, ακολουθώντας έναν άγραφο κώδικα τιμής, μία ξεχασμένη αλήτικη συμπεριφορά, μία ατόφια μαγκιά που τείνει να εκλείψει, μία πουτανιά που σε κάνει να τη θαυμάζεις – τώρα θα λέει η Έβελιν, τούτο δω δεν είναι ευθυμογράφημα για την Έβελιν, δεν είναι ούτε ευθυμογράφημα, θα λέει η Έβελιν, ούτε καν για την Έβελιν, μα Έβελιν, οφείλω να της απαντήσω, έτσι γράφω εγώ τα ευθυμογραφήματά μου, ή ακόμα και ένα δικό σου ευθυμογράφημα, Έβελιν, ναι, κάπως έτσι θα το γράψω, με τον ένοχο αυθορμητισμό μου, ζωγραφίζοντας τα απωθημένα μου, σφυρηλατώντας τις κακίες μου, ξυπνώντας τις αναμνήσεις μου, Έβελιν, σου το ξαναείπα, είμαι ένας κακός άνθρωπος – να, φτυστός από ρωσικό μυθιστόρημα – σε λίγο θα σου πω πως με πονάει και το συκώτι μου, μα θα ήταν ψέματα, θα ήταν μία κάλπικη δήλωση, Έβελιν, είμαι ένας υγιέστατος κακομαθημένος καλοπερασάκιας, κοροϊδεύω τον κόσμο για τη διασκέδασή μου, κοροϊδεύω μέχρι και τον εαυτό μου για τη διασκέδασή μου, τόσο κακός λοιπόν είμαι, ό,τι καλό κάνω το κάνω από ενοχές, δε μου έχει μείνει ίχνος ηθικής μέσα μου. Μου λένε, Έβελιν, πως είμαι ένας καλός άνθρωπος, ένας άγιος φιλάνθρωπος, μα δεν το κάνω επειδή πιστεύω στην ηθική, μα επειδή έχω κι εγώ το δικό μου κώδικα τιμής, όπως οι σερβιτόρες στο μπαρ που δουλεύεις, Έβελιν, ο δικός μου κώδικας τιμά τους υποχθόνιους, δοξάζει τα κατάλοιπα της κοινωνίας, υποστηρίζει τις μειονότητες, ο κώδικάς μου δε ρουφιανεύει, δεν καρφώνει, δεν απατά, αντίθετα ο δικός μου κώδικας σταυρώνεται μαζί με τους εσταυρωμένους, μεθά με τους μεθυσμένους, ερωτεύεται με τους ερωτευμένους – Έβελιν, πρέπει να πω στην Έβελιν, τούτο δεν είναι ένα ευθυμογράφημα, είναι μία ανίατη περιττολογία, δεν εκπληρώνω την υπόσχεσή μου σε σένα, ούτε καν ένα γελάκι δε θα έχεις ρίξει μέχρι τώρα, ίσως μάλιστα το διαβάζει και η Θεανώ – τούτη η Θεανώ, ούτε στην τέταρτη σειρά δε θα έφτασε! – θα είπε η Θεανώ, δεν πάω για ψώνια καλύτερα, τούτο το ψώνιο θα κάθομαι να διαβάζω, τούτο το λεφτά, το γαλαντόμο, τον κακομαθημένο – και δε θα είχες άδικο, Θεανώ, ούτε καν πόσο έξυπνος, ή μάλιστα πόσο ερωτευμένος ήμουν δεν κατάλαβες να δεις μέσα στην εθελοτυφλία σου και την επιμήθειά σου – μα κι εγώ ήξερα να προστατεύω καλά τον εαυτό μου, ίσως μάλιστα να την έχω πάθει και τόσες φορές από μία femme fatale που να μην άντεχα πάλι μία καλοκαιρινή σύντομη περιπέτεια, προτίμησα τις πλατωνικές μου φαντασιώσεις, προτίμησα να τσακωθώ με τον πνευματικό μου αδερφό, τον Τίμαιο, όταν έμαθε ο Τίμαιος πως σύχναζε ένας ηλίθιος σαλτιμπάγκος στο Sussex, ο Τίμαιος θύμωσε, εκείνος ο σαλτιμπάγκος ήταν κατεργάρης, έκανε παρέα με τις αδερφές του Τίμαιου με τον πλέον άγουστο και πορνογραφικό τρόπο, ένας κατεργάρης που είχε τις ρίζες του στον Πάνα, το Διόνυσο, κανείς δεν κατάλαβε πως τούτος ο σαλτιμπάγκος υπέφερε σαν τον εσταυρωμένο, τούτο το πικρό ποτήρι, Τίμαιέ μου, αδερφέ μου, έπρεπε, ναι, να το πιω μόνος μου, ακόμα και όταν έβλεπες το προσωπείο του σαλτιμπάγκου, το αληθινό μου πρόσωπο δάκρυζε, ακόμα και όταν έβλεπες την πολύχρωμη στολή του σαλτιμπάγκου, το σώμα μου αιμορραγούσε από τα στίγματα, ακόμα και όταν άκουγες τα κουδουνάκια να κουδουνίζουν, τούτο το κουδούνισμα κάλυπτε τους λυγμούς μου, Τίμαιέ μου, αδερφέ μου, τι μου έλαχε πάλι, ένα ευθυμογράφημα μου ζήτησε η Έβελιν να της γράψω και πάλι μούσκεμα τα έκανα. Τρία Jack με πάγο, σφηνάκια Four Roses, κερνάγαμε τις σερβιτόρες, τη Θεανώ, την Έβελιν, οι σερβιτόρες κέρναγαν εμένα, το σαλτιμπάγκο – τελικά είμαι ένας υποχθόνιος κατεργάρης, ένας εξαιρετικά ασυνήθιστος σαλτιμπάγκος, ένας σαλτιμπάγκος που ίσως και να χρειάζεται ψυχανάλυση – ένας σαλτιμπάγκος που το παίζει συγγραφέας, καλλιτέχνης, το παίζει, ναι, άνθρωπος του πνεύματος, ένας βλακώδης κουλτουριάρης σαλτιμπάγκος, έχει αναγάγει την ηλιθιότητά του σε τέχνη, έχει γίνει, ναι, ένας ακαδημαϊκός σαλτιμπάγκος, ένας σαλτιμπάγκος με thesis, ένας επαΐων σαλτιμπάγκος, που παρ’ όλα ταύτα, ξέρει να περνάει καλά όταν υποφέρει, ξέρει να κάνει τους άλλους να περνούν καλά όταν υποφέρουν, μήπως…; – ναι, τελικά, κατά βάθος, είναι ένας ανθρωπιστής σαλτιμπάγκος. Άδεια ποτήρια, ουσιώδη βλέμματα, ανούσια λόγια, όμορφα πρόσωπα, μεθυσμένες ψυχές, λιγωμένα πνεύματα, εκστατικά γελάκια, ένοχες εξομολογήσεις, βρώμικα υποκατάστατα, ηττημένες περηφάνιες, νικητές εγωισμοί, υποσχέσεις για ευθυμογραφήματα. – Πού έμπλεξε ο σαλτιμπάγκος πάλι, πήγε και το έπαιξε συγγραφέας και τί συγγραφέας μάλιστα! – Ευθυμογράφος! Έβελιν, είπα, είμαι, ναι, συγγραφέας, όλος ο Αύγουστος εδώ στο Sussex, μου έφερε έμπνευση, ναι, δεν ήμουν εδώ επειδή ήταν η Θεανώ εδώ, δεν ήμουν εδώ επειδή ήταν η Έβελιν εδώ, έψαχνα έμπνευση για το έργο μου, κάτι που θα με κάνει γνωστό, με καταλαβαίνεις τώρα, γι αυτό τα μπέρδεψα έτσι τα πράγματα, ίσως μάλιστα γι αυτό και να τσακώθηκα με τον πνευματικό μου αδερφό, τον Τίμαιο, ίσως μάλιστα πριν φύγει για το ταξίδι του ο Τίμαιος, γι αυτό να πέρασα από το σπίτι του και να το χαιρέτησα και να δέχτηκε τη φιλία μου, ίσως μάλιστα τούτο το μπέρδεμα να ενδυνάμωσε τη φιλία μου με τον πνευματικό μου αδερφό, τον Τίμαιο, ένα μπέρδεμα που τελικά να υπήρχε μονάχα στο μυαλό του Τίμαιου και το μυαλό το δικό μου, ίσως να μην πέρασε από το μυαλό σας το πόσο υπέφερε η ψυχή του σαλτιμπάγκου, κάθε βράδυ που ο σαλτιμπάγκος έπινε Jack με πάγο στο Sussex, κοιτώντας τη Θεανώ, κοιτώντας την Έβελιν, την άλλη μέρα ο σαλτιμπάγκος να τσακώνεται με τον πνευματικό του αδερφό, τον Τίμαιο – πριν από δύο ώρες σας αποχαιρέτησα, Έβελιν, Θεανώ, να ’μαι, τώρα να εκπληρώνω την υπόσχεσή μου για ένα ευθυμογράφημα, που δεν έχει άλλη λειτουργία παρά μόνο να υποκαταστήσει τον ελεύθερο συνειρμό, καθώς λέγεται, να καταπραΰνει τον πόνο μου, διότι κι εγώ, όπως ο πνευματικός μου αδερφός, Τίμαιος, θα φύγω, ίσως είναι γραπτό σε τύπους σαν κι εμάς να φεύγουμε, ίσως να είναι ο πόνος του αποχαιρετισμού γλυκός, ίσως να μην έχουμε ανάγκη τις υποσχέσεις ξανασμιξίματος, ίσως να είμαστε, ναι, μοναχικοί ταξιδιώτες, εξαρτώμενοι από τους εαυτούς μας, ίσως γι αυτό να κρύβουμε με έξυπνο τρόπο την αγάπη μας, ίσως γι αυτό να είμαστε τόσο άξεστοι και να εκδηλώνουμε με βάρβαρο τρόπο την αγάπη μας, ίσως να γινόμαστε κτητικοί, υπερπροστατευτικοί, εγωιστές, φωνακλάδες – σαλτιμπάγκοι. Κάπως πρέπει να κρύψουμε την ευαισθησία μας, να πάρει. Έβελιν, ακόμα, μου φαίνεται, δεν έχεις σκάσει ούτε ένα γελάκι, τι σόι ευθυμογράφημα είναι τούτο; Σκέτη αποτυχία… Μεσογειακή ανεμελιά, καλοκαιρινοί έρωτες που υπόσχονται ένα μελαγχολικό φθινόπωρο, η γεύση του αλατιού από τη μαργαρίτα που κέρασα στη Θεανώ, στην Έβελιν, η Θεανώ ήπιε τη μαργαρίτα, η Έβελιν αρνήθηκε, δεν της άρεσε η τεκίλα, ύστερα το ασταθές βάδισμα, το θέατρο του μεθυσμένου, του τάχα μου-τάχα μου ζαλισμένου, μία απλή ερώτηση, «πού είναι η τουαλέτα;», μία κολασμένη απάντηση, «πάμε μαζί», η φωνή του Τίμαιου να αντηχεί στο κεφάλι μου, «έχουμε μία κρυφή συμφωνία εμείς οι δύο, δεν την πέφτεις στις αδερφές μου», η φωνή του πνευματικού μου αδερφού, η φωνή, ναι, της συνείδησης, οι Ερινύες εναντίον του θεού Διόνυσου, ακόμα και ο Τίμαιος γνώριζε πως ο Διόνυσος είναι ένας άτρωτος θεός, Θεανώ, Έβελιν, ηδονικές οντότητες της Αυγουστιάτικης νύχτας, περήφανες νεράιδες που επαίρονται για την ομορφιά τους, επάρατες ιέρειες μίας ερωτικής πομπής, Sussex και κολασμένα συμπόσια, μημουάπτου ανακωχές, ύποπτες μαρτυρίες, η Έβελιν ίσως και να μειδιά όταν διαβάζει τις μπαρούφες του σαλτιμπάγκου, ίσως μάλιστα να αναρωτιέται για την ειλικρίνεια του ευθυμογράφου, την εγκεφαλική ακεραιότητα του φίλου της και πνευματικού αδερφού του φυσικού αδερφού της, μα όχι δικού της φυσικού αδερφού, ωστόσο η αγάπη που νιώθω για αμφότερες τις κοπέλες – και φυσικές αδερφές του πνευματικού μου αδερφού – είναι μία αγάπη που πηγάζει από τη φιλία μου με τον πνευματικό μου αδερφό, τον Τίμαιο, ο Τίμαιος ήταν, ναι, ανέκαθεν ένας ψυχοπνευματικός κρίκος μεταξύ εμού και των κοριτσιών – γι αυτό ίσως ο Τίμαιος όταν είδε τον πνευματικό του αδερφό να ενδιαφέρεται ερωτικά – και ούτε καν ερωτικό ενδιαφέρον δεν έδειξα, περισσότερο μία παιδαριώδης παράσταση σε ένα καλλιτεχνικά υποβαθμισμένο θέατρο ήταν, παρά οτιδήποτε άλλο, παρά, δηλαδή, εκείνο που ένιωθα πραγματικά – όταν λοιπόν ο Τίμαιος είδε τον πνευματικό του αδερφό να ενδιαφέρεται με τον πλέον ανήθικο και εξευτελιστικό τρόπο για τις φυσικές του αδερφές, δημιουργήθηκε στο τέλεια δομημένο, γερμανικού τύπου (μισός Γερμανός γαρ), μυαλό του το αίσθημα του παράδοξου και όσο προσπαθούσα να τον επαναφέρω σε τάξη (με αναπάντεχα τηλεφωνήματα, ψυχρά ανέκδοτα, ηλίθια παρακάλια και αλκοόλ) τόσο περισσότερο ερέθιζα τα νεύρα του, τόσο περισσότερο ξυπνούσα από μέσα του το Κρητικό αίμα (ο άλλος μισός Κρητικός γαρ), τόσο περισσότερο υπέθαλπα, ασυνείδητα και άθελά μου, την πρωτόγνωρη για τον Τίμαιο, έχθρα προς εμένα, τον πνευματικό του αδερφό – το αλκοόλ μάλιστα είχε εντελώς τα αντίθετα αποτελέσματα, αντί να του θυμίσουν τη φιλία μας, του ενδυνάμωναν τα αισθήματα μίσους και, ας μου επιτραπεί η ερασιτεχνική ψυχαναλυτική διάγνωση από τον Herr Freud, ζήλιας. – Κουλτουριάρης τύπος, θα σκέφτεται η Έβελιν, αντί να μιλήσει καθαρά για τη φιλία με τον αδερφό μου, τον Τίμαιο, θα σκέφτεται η Έβελιν, αναλύει Freud και λοιπές κουταμάρες του 20ου αιώνα – μήπως τελικά προσπαθεί και πάλι να αποφύγει να μιλήσει για τα δικά του συναισθήματα, μήπως με τούτο το δήθεν κουλτουριάρικο φανφαρονισμό προσπαθεί να επικαλύψει τις ευαισθησίες του, μήπως με το δήθεν εύθυμο χαρακτήρα του ευθυμογραφήματος που μου υποσχέθηκε, προσπαθεί να υπεκφύγει με κουτοπόνηρο τρόπο, με τον τρόπο του σαλτιμπάγκου, τη δική του οπτική γωνία, μήπως με το πικρόχολο χιούμορ του, με το ευτράπελο ύφος του, επιθυμεί να κρύψει τι πραγματικά νιώθει – ίσως, ναι, θα σκέφτεται η Έβελιν, θέλει να παραμείνει ένα μυστήριο, ίσως ηδονίζεται με το να υπάρχει στον κόσμο (ή, τέλος πάντων, έστω, στο Sussex – ο κόσμος δε με ξέρει ακόμα), να υπάρχει λοιπόν ως ένα παρεξηγημένο ον, ένας λαθρόβιος τύπος στις σκοτεινές γωνιές του μπαρ, στο ημίφως της υποχθόνιας φύσης του, να δίνει γενναία φιλοδωρήματα, να κερνά τις σερβιτόρες, τη Θεανώ, την Έβελιν, να τον παρεξηγούν και εκείνος να κολάζεται ρομαντικά με την πνευματική τους αδυναμία να τον καταλάβουν, τόσο κουτός και ανώριμος είναι, μήπως δεν τον έχω καταλάβει ακόμα;, αναρωτιέται η Έβελιν – η Θεανώ αποκλείεται να διάβασε μέχρι εδώ το ευθυμογράφημά μου, το πολύ-πολύ να έψαξε το κείμενο λαίμαργα με τα γλυκά της μάτια για να βρει το όνομά της, διότι η Θεανώ χρειάζεται την επιβεβαίωση, καθώς λέγεται, ακόμα και αν έρχεται από έναν παρεξηγημένο σαλτιμπάγκο, διότι, ναι, αυτή είναι η φύση της Θεανώς, να αναζητά την επιβεβαίωση και όχι την κλιμάκωση, να προτιμά τα ψώνια από ένα ευθυμογράφημα – ή ας το πω με καλοκαιρινούς όρους: να προτιμά την ηλιοθεραπεία από το κολύμπι – δηλαδή, το δέρμα (και οτιδήποτε επιφανειακό) από τα βαθιά νερά. Το ευθυμογράφημα μετατράπηκε σε ένα γελοίο παραλήρημα ενός μισογύνη φαφλατά, δεν είναι δυνατόν να μιλάω τοιουτοτρόπως για τη Θεανώ, συλλογίζομαι, και η Έβελιν θα συμφωνεί μαζί μου, η Θεανώ θα με βρίζει, ο Τίμαιος θα θέλει το κεφάλι μου σε ένα δίσκο, να το πηγαίνει βόλτες στα Χανιά, εξάλλου με τη Θεανώ καθόμουν την περισσότερη ώρα στο Sussex, πώς τώρα γράφω με τέτοια δυσθυμία το ευθυμογράφημά μου, μα στο ξαναείπα Έβελιν, δεν είμαι ούτε συγγραφέας ούτε ευθυμογράφος, όταν πιάνω την πένα ακολουθώ το ένστικτο και τον αυθορμητισμό μου, και, ναι, ξεχνώ την ηθική, ξεχνώ τις συνέπειες, είναι όπως όταν βλέπω την αδερφή σου, τη Θεανώ, ξεχνώ τις συνέπειες που θα έχουν οι πράξεις μου στη σχέση μου με το φυσικό σου αδερφό, Έβελιν, συνεπώς το φυσικό αδερφό της φυσικής σου αδερφής, Θεανώς, ήτοι τον πνευματικό μου αδερφό, Τίμαιο. Όπως και στο Sussex, έτσι και στο ευθυμογράφημά μου, αλλιώς είχα στο μυαλό μου να προσεγγίσω τη Θεανώ, αλλιώς την προσέγγισα, με αποτέλεσμα να τα θαλασσώσω. Όπως με παρεξήγησε και στο Sussex, έτσι θα με παρεξηγήσει και σε τούτο το ευθυμογράφημα – αν μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει ως τέτοιο. Ξεκινώ και λέω, θα γράψω τούτο και τούτο, σκέφτομαι την Έβελιν, σκέφτομαι τη Θεανώ, σκέφτομαι τον Αύγουστο, το Sussex, την παρέα και γράφω άλλα από αυτά που σκέφτομαι, γράφω, ναι, τερατώδη πράγματα, προβάλλω τη μοχθηρότητά μου στα γραπτά που αφορούν σε άλλους ανθρώπους, προβάλλω την κακία μου στα γραπτά που αφορούν στους ανθρώπους που αγαπώ περισσότερο, στην Έβελιν, τη Θεανώ, τον Τίμαιο, τους αγαπώ τώρα όσο οποιονδήποτε άλλο, η αγάπη μου για την Έβελιν, τη Θεανώ, τον Τίμαιο, είναι απερίγραπτη, ξεχειλίζει από κάθε μου πόρο, η αγάπη για τούτα τα πρόσωπα έχει κλιμακωθεί και συνεχίζω και γράφω με πικρία, είμαι ένας κακός άνθρωπος, στο είπα ξανά Έβελιν, ξέρω πώς να αυτοσαρκάζομαι, έχω γίνει ένας περίγελος του εαυτού μου, η αγάπη με ασχημαίνει, ασχημαίνει την ψυχή μου, ασχημαίνει τη φύση μου, με κάνει να κρύβομαι, να χρησιμοποιώ προσωπεία, με αναγκάζει να καταφεύγω σε θεατρινισμούς, με καθιστά ανίκανο να εκδηλώσω την αγάπη μου ανοιχτά, με ειλικρίνεια, με κάνει έναν ποταπό και χαμερπή περιαλγή, αλλά και τούτο έχω μάθει να το κρύβω, με το στυλ μου, με την ομορφιά μου, με την επιφάνειά μου, με τα φιλοδωρήματά μου, με τα αστεία μου, με το φλερτ μου, με τα κομπλιμέντα μου, με τον τρόπο που πουλάω την τρέλα μου, το πρόσωπό μου, το όνομά μου, τον εαυτό μου, για να κρύψω τα συναισθήματά μου, την αγάπη μου, τον έρωτά μου, στο Sussex, στα γραπτά μου, στο ευθυμογράφημα για την Έβελιν, για τη Θεανώ, τον Τίμαιο, Τίμαιέ μου, αδερφέ μου, ίσως εσύ μπορείς να με καταλάβεις, ίσως επειδή, ναι, διαθέτεις ένα αρσενικό μυαλό, όπως λέγεται, δεν καταφεύγεις σε κάλπικους συναισθηματισμούς θηλυκού γένους, ίσως τελικά να μην παρεξηγήσεις τούτο το κείμενο, Έβελιν, Θεανώ, ίσως και να παρεξηγηθείτε – πάντως ένα είναι σίγουρο, κανείς δε θα σκάσει ένα γελάκι, ούτε ένα μειδίαμα, καιρός να κρεμάσουμε το σαλτιμπάγκο, θα σκέφτεστε, είναι ένας κενός, κουτός, αδέξιος άνθρωπος – όχι, ο χαρακτηρισμός άνθρωπος παραείναι επιεικής, τούτος δω είναι ένα τέρας, γράφει τερατωδίες, ευθυμογράφημα μου υποσχέθηκε, θα σκέφτεται η Έβελιν, τερατωδία έγραψε, δύο ώρες πριν, Έβελιν, όταν σε χαιρέτησα, σου υποσχέθηκα ένα ευθυμογράφημα, δύο ώρες πριν χαιρέτησα τη Θεανώ, της υποσχέθηκα την εχεμύθειά μου, χθες χαιρέτησα τον Τίμαιο, του υποσχέθηκα τη φιλία μου, ο Τίμαιος έχει ήδη φύγει, είχε ήδη φύγει όταν υποσχέθηκα τούτο το ευθυμογράφημα, τώρα ετοιμάζομαι να φύγω κι εγώ, ξέμεινα από υποσχέσεις, κάθομαι στο γραφείο μου, χαμογελώ σαρκαστικά, κρυφά, μυστικά, αρχίζω ένα ευθυμογράφημα, ξέρω πως θα το παρεξηγήσετε, χαμογελώ εωσφορικά, δακρύζω, σας αγαπώ, είμαι ερωτευμένος, σας λέω εις το επανιδείν, σας ασπάζομαι, γράφω και φεύγω.

3 σχόλια:

elix_geo είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Ανώνυμος είπε...

Endiaferon to ef8imograma kyrie Fanth, alla to "saltimpagkos" isws na einai mia Leksh h opoia den teriazei se filies adelfikes, toulaxiston opws thn perigrafetai.Oi Filoi kai an tsakwnontai einai panta Filoi. Alazoun ligo me to kairo, pragma to opoio ek tis fysews einai anapotrepto, idiws an menoun se diafortikes xwres, alla menoun panta filoi toulaxiston aytoi pou kserw ;-)
Den symfonite?
Me ektimhsh
Fanhs Nikolaou
P.S.
Perimenw ena efthimograma syntoma

elix_geo είπε...

Χα χα, μια απόπειρα αυτοκτονίας θα σου ήταν ίσως πιο εύκολη- προς θεού δεν σου λέω να αλλάξεις στόχους, συνέχισε ως ευθυμογράφος, κάποια στιγμή μπορεί να πετύχει η απόπειρα-αποπερατωθείσης της εξάρτησης από την Έβελυν την οποίαν φαντάζομαι τρώγουσα άπειρα φιστίκια μανιωδώς χωρίς έστω ένα να καταφέρει να την πνίξει (ενώ για το πτωχό χρυσόψαρο έφτασε μισό, το άλλο μισό το είχε φάει και αυτό η Έβελυν), θα μπορέσεις να δεις το ευθυμογράφημα από τη σοβαρή σκοπιά του και να το αποδόσεις πλήρης ευθυμίας (και εδώ δεν εννοώ την Ευθυμία στην οδό Φυλής η οποία δεν πληροί αλλά πληρώνεται, όχι μην το πάρεις προσωπικά ούτε η Ευθυμία το παίρνει απ΄ ότι ξέρω αλλά απρόσωπα, δεν βλέπει πρόσωπα, τα απεχθάνεται, απεχθάνεται να καθρεφτίζεται στα μάτια τους, δεν θέλει να δει τη δολοφονική ματιά αυτού που θα της πει: Εγώ θα σε βγάλω από το βούρκο, μην το πάρεις λοιπόν προσωπικά εσύ δεν πήγες ποτέ στην Ευθυμία, εσύ ζητάς την ευθυμία να έρθει να σε πληροί και έτσι να πετύχει η απόπειρα, όχι της αυτοκτονίας αλλά της ευθυμογράφησης αν και δεν διαφέρουν πολύ ως προς τη γενεσιουργό αιτία αλλά ως προς το αποτέλεσμα, η αυτοκτονία μπορεί να σκοτώσει τον ευθυμογράφο αλλά ο συνεπής ευθυμογράφος δεν μπορεί να σκοτώσει την αυτοκτονία του, τη φέρνει μέσα του και προσπαθεί μάταια, ευθυμογράφων, να την αποφύγει-

Καλή τύχη λοιπόν στις απόπειρές σου στη ζωή –πλην αυτοκτονίας-