Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2007

ΣΥΓΚΛΕΙΣΗ

Γνωστός Έλληνας εφοπλιστής παρευρέθη με τη γυναίκα του σε κλειστά εγκαίνια για επίσημους προσκεκλημένους (αγγλιστί και σε μορφή αρκτικόλεξου: V.I.P.) που προσκλήθηκαν με επίσημη πρόσκληση (και όχι με την πρόσκληση που απευθύνεται στους υπόλοιπους ανθρώπους, ήτοι, στους μη V.I.P., συνεπώς, στα όχι και τόσο σπουδαία πρόσωπα).
Ο εν λόγω εφοπλιστής φορούσε ένα κουστούμι Hugo Boss, η γυναίκα του ένα συνδυασμό D&G, Prada και Vivienne Westwood. Κρατούσε μία τσάντα Tanner Krolle, η οποία ήταν αρκετά λιτή σε σχέση με τα προαναφερθέντα πομπώδη (και επώνυμα) κομμάτια υφάσματος και δέρματος και πλαστικού, ωστόσο λόγω της λιτότητας που διέπει το σχεδιασμό της Krolle, η τσάντα δεν ταίριαζε με τα υπόλοιπα ενδύματα, με αποτέλεσμα να ενδυναμώνει το στοιχείο του πλουραλισμού, ή με άλλα λόγια, να συμβάλλει στην όλη kitch εικόνα.
Ο όρος Arte Povera, γεννήθηκε από τον Ιταλό κριτικό τέχνης Germano Celant το 1969 για να περιγράψει το έργο των Michelangelo Pistoletto, Giuseppe Penone, Γιάννη Κουνέλλη και άλλων καλλιτεχνών, των οποίων κύριο χαρακτηριστικό ήταν η χρησιμοποίηση ευτελών υλικών για τη δημιουργία έργων τέχνης. Εάν δούμε την Αφροδίτη των Κουρελιών (έργο του 1967) του Pistoletto, ναι, θα σκεφτούμε για την αντιπαράθεση ιδεών (η απόλυτα τέλεια – ιδεατή – φόρμα μίας περασμένης – και απόλυτα πεπερασμένης – αισθητικής σε αντίθεση με το χάος των κουρελιών), για τη θέα που απολαμβάνει η θεά της Ομορφιάς και για τη θέα που απολαμβάνει ο θεατής (εμείς!), ήτοι, τον πισινό της θεάς της Ομορφιάς και τα κουρέλια της, θα σκεφτούμε για την ποιητική που αναπτύσσεται μέσα σε – και από – μία τέτοια αντιπαράθεση (αν όχι – αλλά γιατί όχι; – με κοινωνικές προεκτάσεις, τότε… προς μία προσωπική αφύπνιση;), για το σαρκασμό του καλλιτέχνη προς τη λεγόμενη Υψηλή Τέχνη (εάν και εφόσον έχουμε την αντίληψη να κατανοήσουμε την αίσθηση του χιούμορ του Pistoletto και δεν… προσβληθούμε), για τη σχέση μεταξύ τέχνης και ζωής (ας θυμηθούμε το διάκενο μεταξύ των δύο, στο οποίο ζούσε και ταυτόχρονα δημιουργούσε ο Rauschenberg!), για τον εφήμερο χαρακτήρα του έργου (πόσο θα ζήσουν τα κουρέλια; – σωστά, εδώ η Αφροδίτη έχει πεθάνει!), θα σκεφτούμε για τους V.I.P. θεατές που πασχίζουν να φτιασιδωθούν σύμφωνα με τα πρότυπα της ομορφιάς των επώνυμων υφασμάτων, θεώμενοι σε εγκαίνια μίας έκθεσης Arte Povera να θεώνται την πάλαι ποτέ θεά της Ομορφιάς ενώπιον των δικών της – μη επώνυμων – υφασμάτων και έπειτα από την προαναφερθείσα αντίθεση, ίσως ψυλλιαστούμε τη «σύγκληση ζωής και πλούσιας τέχνης» (Celant) ή τη σύγκλειση (εάν μας επιτραπεί ο όρος από την ευπρόσβλητη V.I.P. μπουρζουαζία) της καθημερινής ζωής μας (και των ευτελών υλικών που την περιβάλλουν) και της τέχνης που προορίζεται για τις γκαλερί μίας ανώτερης (σχεδόν άριας) κάστας όντων (συλλεκτών, κριτικών, επιμελητών και καλλιτεχνών – με αυτή τη σειρά –, όχι θνητών – ποτέ θνητών!), διότι όταν ο γνωρίζων την ποταπότητα και υπεροψία των καλλιτεχνών, Pistoletto, μας δείχνει τον πισινό της θεάς της Ομορφιάς και ένα μάτσο κουρέλια και ο Celant αρχίζει το γνωστό αυνανιστικό βερμπαλισμό των κριτικών, τότε ο Pistoletto έχει πετύχει – εάν μας επιτραπεί η λαϊκή φράση – μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: καταφέρνει με το καυστικό χιούμορ του, να ανοίξει τις πρωκτικές πύλες της μημουάπτου μπουρζουαζίας για να (υπο-)δεχθούν τα όποια κουρέλια και τον – όχι όποιο κι όποιο – πισινό και ταυτόχρονα να αναγκάσει τον κριτικό τέχνης να δεχθεί το συνδυασμό του εν λόγω πισινού και των εν λόγω κουρελιών ως… υπερβατικό γεγονός. (Σε μια γωνιά της γκαλερί, φαντάζομαι τον Pistoletto να μειδιά και στον απέναντι τοίχο, τον όποιο εφοπλιστή να προσπαθεί να κατανοήσει εις μάτην…)
Όταν από το γνωστό εφοπλιστή (με τον οποίο ξεκίνησε ποταμηδόν η παρούσα αναφορά) φορώντας το Hugo Boss του και κρατώντας αγκαζέ τη σύζυγο με τα D&G, Prada και Vivienne Westwood και την τσάντα Tanner Krolle (– ας δείξουμε λίγη κατανόηση, εμμηνόπαυση περνάει…), ζητήθηκε σχόλιο για την έκθεση (η οποία παρεμπιπτόντως επρόκειτο για αναδρομική ενός γνωστού καλλιτέχνη της Arte Povera), παρά τη φημισμένη και τιμαλφή παιδεία του (Κολέγιο Αθηνών!), ο εφοπλιστής δήλωσε λακωνικά: «Μου άρεσε πολύ.»

7 σχόλια:

elix_geo είπε...

Υπάρχουν τόσοι πολλοί ορισμοί για την τέχνη που είτε συμπτωματικά είτε εμπεριεχόμενη είτε ανάμεσά τους, έχει θέση και η Arte Povera.
Φυσικά ο κάθε καλλιτέχνης που καταφεύγει σε κάποια νέα έκφραση τέχνης -είτε μέσα από κάποια εσωτερική διεργασία, ο έντιμος είτε γιατί βρίσκει κάποια "τρύπα" στην αγορά, για να μιλήσουμε μαρκετινίστικα, ο "ξύπνιος" - έχει, πριν την προβολή της, φτιάξει το μπακράουντ και τα εξιούζ για τους μέλλοντες επισκέπτες της έκθεσής του είτε εφοπλιστές είτε πτωχούς τω χρήματι αναζητούντες νέες, ανέξοδες συγκινήσεις.

Για μένα, τέχνη είναι, πρώτ΄ απ΄όλα, είναι η ενασχόληση του ανθρώπου με τα μη ευτελή αυτής της ύπαρξης και της πορείας του στη ζωή και για την οποία φυσικά δεν ρωτήθηκε. Το να δημιουργήσεις και να στηρίξεις τέχνη χρησιμοποιώντας ένα ευτελές υλικό, όπως τα κουρέλια– με την έννοια ότι αυτά ναι μεν συμμετέχουν στην ευτελή ζωή του ανθρώπου αλλά υπάρχουν στο τελευταίο στάδιο της ευτέλειάς της- σαν αυτοσκοπό προβολής και όχι σαν μέσο και υλικό της δημιουργίας, περιέχει μιαν ασυμβατότητα. Χρησιμοποιώντας διάφορα υλικά στην τέχνη τα εξευγενίζουμε αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει με τα κουρέλια.

Γιάννης Φάντης είπε...

Ορισμένες παρατηρήσεις που αφορούν στο παραπάνω σχόλιο:

1. Ποιητική (poetics, όχι poetry), δεν είναι απαραίτητα το Υψηλό (όπως αναπτύσσεται από τους ρομαντικούς στοχαστές του 19ου αιώνα, π.χ. Kant και ακόμα πιο πριν, το 18ο αιώνα, από τον Edmund Burke και ακόμα πιο πριν, τον 1ο αιώνα, από το Λογγίνο…).
1.1. Η ανάπτυξη της ποιητικής δε συνεπάγεται απαραίτητα την αναζήτηση του Υψηλού (Sublime, ή για να θυμηθούμε τον Kant: Das Erhabene) – ιδιαίτερα όταν μιλάμε για το έτος 1967.
2. Ασυμβατότητα: η ιδιότητα του ασύμβατου, δηλαδή εκείνου που δεν μπορεί να συμβιβαστεί: Πολύ σωστά, το 1967, ο Pistoletto και η παρέα του δεν έψαχναν για συμβιβασμούς. Το είπαμε: Σύγκλειση εννοιών.
2.1. Έννοιες "αυτοσκοπός προβολής" και "μέσο": Μάλλον η ασυμβατότητα, όπως χρησιμοποιείται στο παραπάνω σχόλιο σημαίνει την αντίθεση ή πιο σωστά την ασυμφωνία που υπάρχει μεταξύ του αυτοσκοπού και του μέσου. Σε γενικές γραμμές, μία λογική σκέψη. Στην προκειμένη περίπτωση όμως (και αν λάβουμε υπόψη τη δεκαετία) ένα ατόπημα, διότι λίγο πριν την Αφροδίτη των Κουρελιών, το 1964, ένας πολύ «ξύπνιος μαρκετινίστας» (ή ένας διορατικός στοχαστής, διαλέγετε και παίρνετε), ο Marshall McLuhan είπε τη γνωστή φράση: «Το μέσο είναι το μήνυμα» (“The medium is the message”), κάτι που σημάδεψε και τη μετέπειτα τέχνη.
2.2. Τα κουρέλια και η Αφροδίτη ως σημεία.
2.21. Πείραμα: μία σημειολογική ανάγνωση του έργου.
2.22. Ανάπτυξη ποιητικής μέσα από την αντίθεση των παραπομπών (έννοια) και όχι της εικόνας (φαινομενολογία).
3. Εξευγενισμός: εκπολιτισμός.
3.1. Ναι, ο ρομαντικός καλλιτέχνης έχει μία καθαρά ερωτική σχέση με τα υλικά του, πασχίζει να τα εξευγενίσει σε ύψιστο βαθμό, είναι αδιανόητο να χρησιμοποιήσει κουρέλια (– μόνο εάν δημιουργήσει, ίσως, κάτι «όμορφο», ή μάλλον κάτι «ηθικό»…)
3.2. Σύμφωνα με το ρομαντικό καλλιτέχνη: το Υψηλό δε φτάνεται με κουρέλια.
3.21. Τα κουρέλια είναι ένα μέσο αντίθετο προς τον εξευγενισμό του εαυτού του.
3.211. Συνεπώς ανήθικο.
3.212. 19ος αιώνας; Μισό λεπτάκι… Το 1885 με 1886 κάποιος γιος πάστορα κήρυττε: Jenseits von Gut und Böse… (Nietzsche). Πώς μιλάμε τώρα (2007) για εξευγενισμό σε ένα έργο του 1967;
3.213. Μήπως πρέπει να αναλύσουμε την έννοια της προγονοπληξίας…;
3.22. «Μπρος στη φύση, τα κουρέλια είμαστε εμείς.» Τάδε έφη Ρομαντικός Καλλιτέχνης. (Ως εκεί έφτανε η εννοιολογική του διάνοια.)
3.3. Ο εξευγενισμός του υλικού, κατά το ρομαντικό καλλιτέχνη, εξαρτάται από τη φόρμα του υλικού (και όχι την έννοια).
3.31. Ας το πούμε ξεκάθαρα: Ποσώς ενδιαφέρει τον Pistoletto η φόρμα. – Και ακόμα: ποσώς τον ενδιαφέρει ο εξευγενισμός (– μάλλον να τον αποφύγει θέλει!).
3.32. Ας μην ξεχνιόμαστε: Δεν είμαστε στο 19ο αιώνα, δεν αναλύουμε έργο του Caspar David Friedrich, στο 1967 είμαστε και μιλάμε για εξευγενισμό…;
3.321. Μήπως μας χρειάζεται ένα ελιξίριο… εξέλιξης; (Εκτός κι αν με το παρόν λογοπαίγνιο – ή ταυτολογία – το μέσο γίνει αυτοσκοπός…)
4. Ο Pistoletto γράφει: «Οι προκαθορισμένες οδηγίες ενεργούν αντίθετα στην ελευθερία του ατόμου. Το να προκαθορίσεις κάτι σημαίνει να συμβιβαστείς για το αύριο∙ σημαίνει ότι αύριο δε θα είσαι πλέον ελεύθερος. Το να προσκολλήσεις σε μία προκαθορισμένη ιδέα σημαίνει να στοχάζεσαι συνεχώς στο παρελθόν και να στερείσαι ελεύθερης βούλησης.»
5. Για άλλη μια φορά ο Nietzsche: «Η θρησκεία, ηθική και φιλοσοφία μας είναι μορφές παρακμής του ανθρώπου. – Το αντίθετο κίνημα: η τέχνη.»
6. Ας θυμηθούμε ένα έργο του Christopher Wool: If You Can’t Take a Joke You Can Get The Fuck Out Of My House.
6.1. Είναι έργο του 1992. Σμάλτο σε αλουμίνιο. Η παραπάνω φράση γραμμένη με μεγάλα κεφαλαία γράμματα σε ένα εμβαδόν 274 x 183 cm.
6.2. Άραγε εξευγενίζεται το σμάλτο;

elix_geo είπε...

Αχ, μικρέ Φάντη…
Με κάνεις και σκέφτομαι πως για μια φορά ακόμα επιβεβαιώνεται το ρηθέν:
¨Τα πάντα εν σοφία εποίησες¨
(νομίζω ειπώθηκε για το θεό ή για κάποιον ομόλογό του)

Ο ως άνω κύριος λοιπόν, μεταξύ άλλων αξιομνημόνευτων δημιουργημάτων, π.χ. σύμπαν, πλανήτες, ζωή, άνθρώπους, κόκα κόλα, σουπερμάρκετ, υδρογέλες κλπ.
έφτιαξε και μερικά, ταπεινά μεν, εξ ίσου αξιομνημόνευτα δε, αντικείμενα τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται –ή αλληλοσπαράσσονται, αν θες-

Έφτιαξε λοιπόν-εν τη σοφία του, ίσως και εν παιχνιδίζουσα διαθέσει- το ψαλίδι για να κόβει το χαρτί αλλά και την πέτρα για να στομώνει το ψαλίδι. Ακολούθως έφτιαξε τα μεγάλα πνεύματα και φυσικά τους φαν τους, αναγνώστες, θεατές, μετόχους ιδεών, …οσφρηστές κλπ.

Είσαι νομίζω στη φάση ενός μεγάλου, άγραφου χαρτιού.
Κι έρχονται τα μεγάλα πνεύματα, συγγνώμη, τα ψαλίδια και το καθένα κόβει ένα κομμάτι και γράφει πάνω του το δικό του φθέγμα –που εσύ του βάζεις μπροστά ένα από- και είσαι πανευτυχής-

Απαραίτητη η φάση του χαρτιού για ένα σκεπτόμενο νέο, αρκεί να μη γίνει συσκεπτόμενος εσαεί με τα μεγάλα ψαλίδια, συγγνώμη, πνεύματα.

Γρήγορα πρέπει να περάσεις στη φάση της πέτρας, με τα γνωστά αποτελέσματα.

Εγώ έχω προ πολλού περάσει την περίοδο των μεγάλων αααααααα μπροστά στα μεγάλα ψαλίδια –συγγνώμη, ως ανωτέρω- και της αποδοχής των θεσφάτων και άκριτων αποφθεγμάτων.
Σου εύχομαι το ίδιο.

Και θα τελειώσω με ένα γνωστό στίχο που έγινε και …άζμα:
Πέτρα την πέτρα ολημερίς χτίζω και δεν σε φτάνω…

Γιάννης Φάντης είπε...

Τυπικός τρόπος σκέψης Έλληνα μη γνωρίζοντος περί τέχνης… Ας είναι.

Όσο για το «άγραφο χαρτί»… ε λοιπόν, νομίζω ότι ο όρος (tabula rasa) ανήκει στον John Locke – μήπως πρέπει να αναφέρουμε τις αναφορές μας που και που; – Έτσι για να μην προσποιούμαστε ότι επιτύχαμε και παρθενογένεση…
Από κει που ’ρχομαι υπάρχει και κάτι που λέγεται λογοκλοπή, αλλά με το να την αποφεύγεις (δηλαδή να αναφέρεις τις αναφορές σου), σε παρεξηγούν, δηλαδή σε τοποθετούν – πώς το ’πε ο Elix; – «στην περίοδο των μεγάλων αααα», αλλά ο ακαδημαϊκός έχει εκπαιδευτεί έτσι ώστε να μην ενθουσιάζεται («αααα») αλλά να γνωρίζει πως να χρησιμοποιεί τις κατάλληλες πληροφορίες (όχι απαραίτητα γνώσεις) και σε ποιο ακριβώς σημείο. Η υπέρβαση της στείρας πληροφορίας και η αναγωγή της σε καρποφόρα γνώση, είναι ακριβώς η ανάπτυξη της ποιητικής.
Όσο για το «πανευτυχής» και τα «αποφθέγματα»: Πάλι παρεξηγήθηκα, πανευτυχής είμαι όταν «αναπτύσσω την ποιητική μου», πόσες φορές θα το πούμε; Τα αποφθέγματα χρησιμοποιούνται ενίοτε ως συμπαρομαρτούντα, αλλά είπαμε, οι πέτρες δε σκέφτονται: νομίζουν ότι η ακαδημαϊκή προσέγγιση εννοιών είναι ίδια με το «ενθουσιάζομαι μπροστά στο Απόφθεγμα», κάτι εντελώς ρομαντικό, σε κάτι που – ίσως δεν έγινα αντιληπτός – εναντιώθηκα στις προηγούμενες παρατηρήσεις μου.
Οι ρομαντικοί λοιπόν είναι εκείνοι που ενθουσιάζονται μπροστά στα αποφθέγματα (όπως μπροστά στην Ηθική, τη Λογική, τη Σοφία, σε έναν πίνακα με οδοιπόρους μπροστά στην πάχνη – γενικά σε όλα τα ανθρώπινα δημιουργήματα) και όχι οι ερευνητές, δηλαδή εκείνοι που προσεγγίζουν ακαδημαϊκά (και καλώς ή κακώς ψυχρά) τα όποια θέματα. Οι δημιουργοί είναι εκείνοι που αναπτύσσουν την ποιητική τους και πασχίζουν να είναι καινοτόμοι γνωρίζοντας τι έχει προηγηθεί. Εδώ ελλοχεύουν δύο κίνδυνοι: 1. του μηδενισμού («όλα έχουν γίνει, παύω τη δημιουργία») και 2. της εθελοτυφλίας, δηλαδή της νοοτροπίας: όσοι αναφέρουν τι έχουν πει άλλοι, βρίσκονται «στην περίοδο των μεγάλων αααα». Υπάρχει και η ράτσα των δογματικών βέβαια – σα να λέμε: «τέχνη για μένα είναι…». Δεν είναι εύκολο να μην εθελοτυφλεί κανείς. Όσες αναφορές και παραπομπές έχει κάποιος καλλιτέχνης, τόσο πιο δύσκολο γίνεται το έργο του, η ευθύνη απέναντι στο θεατή ασήκωτη…
Εξάλλου, με μία οιονεί ακαδημαϊκή έρευνα (δε χρειάζεται να έχει σπουδάσει «τέχνη» για να κατανοήσει τη σύγχρονη τέχνη – ή την τέχνη του 1967 – κανείς, λίγο ανοιχτό μυαλό θέλει και σπιρτάδα), αποφεύγουμε τις ανοησίες και δεν ξεμπροστιάζουμε τον εαυτό μας με την απροκάλυπτη άγνοια…
Γι αυτό, μετά από την άτοπη ευχή του μεγάλου Elix, ο «μικρός Φάντης» του αντιπροτείνει κάτι που διάβασε σε ένα μικρό βιβλιαράκι κάπου:
«Για εκείνα που δεν μπορούμε να πούμε κάτι, ας τα αφήσουμε να περάσουν ήσυχα.» (Είναι, να δεις, ενός – πώς το λεν; – Wittgenstein, θαρρώ…)

Και κάτι τελευταίο: γνωρίζει κανείς τι εστί άζμα;

Τώρα που το θυμήθηκα: ένα άσμα των Rammstein:
“Stein um Stein mauer ich dich ein…”
(«Πέτρα στην πέτρα, σε περιτοιχίζω…»)

elix_geo είπε...

Λόγω έλλειψης χρόνου:

1. Το άγραφο χαρτί είναι generic name, δεν μπορεί να καταχωρηθεί σαν trade name κι έτσι δεν ανήκει πουθενά.
2. Για δοκίμασε να πεις άσμα!
Άσμα θα το πεις ή άζμα;

Για τα υπόλοιπα θα επανέλθω δριμύτατος χα χα χα!!!

Γιάννης Φάντης είπε...

Άσθμα.

elix_geo είπε...

Τώρα που σε πέτυχα ασθμαίνοντα -αφού έπεσες στην καλοστημένη μου παγίδα- άκου και τούτα.
...........
Παύση.
Ακολουθεί διαφήμιση με πουλερικά, ωά αυτών και φιλοσοφικά ερωτήματα επ΄αυτών.
Μείνετε κοντά μας.