Σάββατο 10 Μαΐου 2008

ΔΙΑΤΡΟΦΗ

Έπειτα από τεστ πατρότητας που διεξήχθη σε δίδυμες αδερφές, αποδείχθηκε πως αληθινή κόρη του υποψήφιου πατέρα ήταν μονάχα μία από τις δύο θυγατέρες, γεγονός το οποίο μας μπέρδεψε αρκετά, διότι η ομοιότητα μεταξύ των δύο θυγατέρων ήταν παραπάνω από εκπληκτική (εάν εξαιρέσουμε κάποια παραπανίσια κιλά και μια ελιά στο πάνω χείλος), όπως επίσης ηλίου φαεινότερη ήταν και η ομοιότητα ανάμεσα στη δίδυμη αδερφή που δεν ήταν, τελικά, θυγατέρα του πατέρα της δίδυμης αδερφής της και στον πατέρα της δίδυμης αδερφής της.
Έπειτα από το διαζύγιο, ο πατέρας, μάθαμε τελευταία, πληρώνει διατροφή μονάχα για μία από τις δύο δίδυμες αδερφές, ήτοι στη μοναχοκόρη του.


Πάνω: Λεπτομέρεια από τη Madonna Sistina, λάδι σε καμβά, 1512-1514, του Ραφαέλ

Κάτω: Σκηνή από το Parent Trap (1961), του David Swift, με τη Hayley Mills

Κυριακή 4 Μαΐου 2008

ΕΠΙΘΥΜΙΑ

Έπειτα από το πέρας ανάγνωσης του Tender is the Night και της πρωτοφανούς – αλλά εύλογα δικαιολογημένης – επιθυμίας μου να επισκεφτώ τη Γαλλική Ριβιέρα με μία ξανθιά κοπέλα που γνώριζα πως κι εκείνη επιθυμούσε να επισκεφτεί τη Γαλλική Ριβιέρα (δίχως να έχει διαβάσει ούτε μία σελίδα από το Tender is the Night), παρευθύς κατέληξα σε μία ταβέρνα να τρώω ιδρωμένος (λόγω κλειστοφοβίας) και αγχωμένος (λόγω μίας λαδιάς στο παντελόνι μου), ένα παρηγορητικό ψαρονέφρι (– αγγλιστί tenderloin – και μειδιώ στην ειρωνεία) σε ένα ορεινό χωριό που λέγεται Θέρισσος (όπου τα Όρη είναι τόσο λευκά όσο και ορισμένες ρωσικές Νύχτες) με μία μελαχρινή κοπέλα με πατρικά απωθημένα και έναν πρωτόγνωρο για εκείνη, φόβο στους ιθυφάλλους – που ούτε καν γνώριζε τι εστί Fitzgerald. Παντού αιωρείτο η μυρωδιά προβάτων και γιδιών – ακόμα και μέσα στην ταβέρνα. Κι όσο τρυφερή ήταν η χειμερινή νύχτα (παρά τις απεχθείς μυρωδιές της), τόσο ωμά και δύσπεπτα (σαν το προαναφερθέν ψαρονέφρι) ήταν τα θερινά της όνειρα.

ΦΗΜΟΛΟΓΙΑ

Η παρέα την οποία μέχρι πρότινος συναναστρεφόμουν και την οποία είχα βαρεθεί εδώ και πολύ καιρό τώρα – μην πω σιχαθεί μάλιστα -, διέδωσε την άσχημη φήμη για μένα πως προχθές δολοφόνησα έναν άνθρωπο. Τη φήμη διέδωσε η εν λόγω παρέα αφού έπαψα να συναναστρέφομαι την εν λόγω παρέα και μετά τη συγγραφή ενός διηγήματός μου (σε πρώτο πρόσωπο και με λεπτομερέστατη περιγραφή των γεγονότων) κατά το οποίο ο αφηγητής δολοφονεί μία γυναίκα της οποίας ο χαρακτήρας είναι βασισμένος σε μία γυναίκα από την εν λόγω παρέα – η οποία είναι δυστυχώς ακόμα ζωντανή.

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ

Άκουγε τόσο πολύ Rachmaninoff και επειδή την αγαπούσα, αγάπησα και το Rachmaninoff. Έπειτα από καιρό, συνειδητοποίησα πως την είχα μισήσει επειδή ανέκαθεν σιχαινόμουν το Rachmaninoff (ενώ κόντευα να σιχαθώ τον εαυτό μου που είχε αγαπήσει το Rachmaninoff). Το ίδιο, σκέφτομαι, συνέβη και σε εκείνη λόγω της αγάπης μου – και της απέχθειας που έτρεφε – για το Satie. Τελικά, τα συναισθήματα μεταξύ μας ήταν πάντοτε συντονισμένα και αμοιβαία.

ΣΥΝΔΡΟΜΟ DOWN

Ένα κτηνώδες ποίημα

Προ ολίγων ημερών, ακούσαμε τον ακόλουθο διάλογο ανάμεσα σε δύο δασκάλες (αμφότερες γύρω στα είκοσι τρία), διορισμένες στα Χανιά της Κρήτης:
«Τελικά, Αλίκη, θα το κάνεις το μεταπτυχιακό;»
«Το σκεφτόμουνα, μωρέ, αλλά να…»
«Δεν έχεις χρόνο;»
«Όχι, δεν είναι αυτό.»
«Αλλά;»
«Έχει να κάνει με παιδιά με ειδικές ανάγκες και τα περισσότερα είναι νταουνάκια και με πιάνει κατάθλιψη.»
«Ίου! Ε, αν είναι έτσι, μην το συζητάς, ξέχνα το.»
Η αναγούλα που μας προκάλεσε η ειλικρίνεια των δασκάλων ήταν τόσο έντονη που χρειάστηκε να ακούσουμε το Rudepoêma του Villa-Lobos δύο με τρεις φορές για να συνέλθουμε. (– Όχι πως νιώσαμε καλύτερα εδώ που τα λέμε∙ έπρεπε να απομακρυνθούμε αργότερα από τις εν λόγω δασκάλες και μάλιστα να απομακρυνθούμε από τα Χανιά – και από ολόκληρη την Κρήτη – για να βρούμε την ησυχία μας, όπως λέγεται, και γνωρίζουμε τώρα πως έπρεπε ήδη να είχαμε απομακρυνθεί από τις εν λόγω δασκάλες την κατάλληλη στιγμή, πράγμα που δεν κάναμε.)

Πέμπτη 1 Μαΐου 2008

ΕΠΙΠΕΦΥΚΙΤΙΔΑ

Ένα άλλοθι

Ο φίλος μας ο Αλμπέρτο μιλούσε τόσο ακηδώς και με φανερώς κάλπικο και πέρα για πέρα τεχνητό ενθουσιασμό – σε βαθμό έσχατου θεατρινισμού – για το φουτουρισμό και μάλιστα για το μανιφέστο του φουτουρισμού (από το οποίο, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αλμπέρτο, συμπεράναμε ότι δεν είχε διαβάσει ούτε μία αράδα – ίσως, ναι, ένα πασάλειμμα έριξε, όπως λέγεται), ακόμα, ναι, και η εμμονή του Αλμπέρτο με το φουτουρισμό ήταν τόσο πρόχειρα σκηνοθετημένη – συνεπώς γκροτέσκα και οιονεί πρόστυχη – (όλα πια τα έβλεπε μέσα από το πρίσμα του φουτουρισμού, ναι, τόσο απαίδευτος ήταν! – μέχρι και τα συγγράμματα του Γιάννη Φάντη είχε χαρακτηρίσει φουτουριστικά – φευ!), που χάσαμε πλέον πάσα ιδέα για την καλλιτεχνική παιδεία του φίλου μας του Αλμπέρτο (για την οποία ο ίδιος δεν καυχιόταν, οφείλουμε να παραδεχτούμε) αλλά και κάθε εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του (για την ηθική ακεραιότητα του οποίου, επίσης δεν καυχιόταν – αν λάβουμε υπόψη και τις πολιτικές πεποιθήσεις της πλειοψηφίας των φουτουριστών).
Μας φάνηκε δύσκολο – έως, τελικά, αδύνατο – έπειτα από τρία με τέσσερα χρόνια αγενούς και προσβλητικής – ίσως, ναι, ιερόσυλης (για εκείνα τα άχρηστα ρομαντικά μυαλά που θεωρούν την τέχνη ιερή) – προσέγγισης του φουτουρισμού εκ μέρους του εντελώς αδαούς περί ιστορίας της τέχνης, φίλου μας, Αλμπέρτο (τον οποίο μία ωραία θερινή πρωία θα ρωτήσουμε με αντίστοιχο ενθουσιασμό τι εστί επιπεφυκίτιδα – οπτικός ο ίδιος, γαρ), να του εμπιστευθούμε ένα φλέγον προσωπικό μας ζήτημα ζωτικής σημασίας για τη συνέχιση της ήδη κλονισμένης φιλίας μας με τον Αλμπέρτο (λόγω της προαναφερθείσας προσέγγισης του φουτουρισμού εκ μέρους του εν λόγω φίλου μας). – Ή αλλιώς: Cherchez la femme.




Umberto Boccioni, Επέλαση των Λογχοφόρων, 1915, τέμπερα και κολάζ σε χαρτόνι 32 x 50 cm