Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2008

ΟΙΣΤΡΗΛΑΣΙΑ

Πίστευε πως είχε παρακμάσει τόσο πολύ ως συγγραφέας που ξεχνούσε – συνειδητά – να πάρει μαζί του ένα μολύβι ή ένα στυλό· το μόνο που πρόδιδε μία ελπίδα αναβίωσης του συγγραφικού του οίστρου ήταν ένα μικρό σημειωματάριο γεμάτο σκέψεις δικές του έτσι όπως τις είχε καταγράψει ο ίδιος – με ορισμένες σκόρπιες σελίδες κενές (άλλες προς το τέλος, δύο ή τρεις στην αρχή – όπως συνήθιζε να αφήνει –, ή πίσω από κάποιο κείμενο που του είχε αρέσει τόσο πολύ που δεν ήθελε να το υποτιμήσει γράφοντας στην επόμενη σελίδα, ήτοι στο πίσω μέρος του ίδιου φύλλου).
Κάθισε σε μία καφετέρια και παρήγγειλε έναν καπουτσίνο· θέλησε τότε να γράψει κάτι. Ρώτησε τη σερβιτόρα εάν μπορούσε να δανειστεί «ένα στυλό ή ένα μολύβι».
Εκείνη του απάντησε: «Ό,τι θέλεις».
Σάστισε για λίγο. Τελικά, προτίμησε το στυλό (– το μολύβι εάν δεν ήταν ποιοτικό, μπορεί να εξαφανιζόταν με το χρόνο και μπορεί να έγραφε κάτι ωραίο κι έπειτα να ξεχνούσε να το καθαρογράψει στο αρχείο του – άσε που η μύτη του μολυβιού μπορεί να χρειαζόταν ξύσιμο και να αναγκαζόταν να ζητήσει και ξύστρα και ήταν και ντροπαλός κλπ.).
Άνοιξε το σημειωματάριό του σε μία από τις τελευταίες σελίδες. Ένιωσε όμορφα στη θέαση της κενής σελίδας· σαν την απειροελάχιστη στιγμή πριν την επαφή με το γυμνό κορμί ενός παρθένου κοριτσιού – σχεδόν είχε λιγωθεί από εκείνο που ο ίδιος – ρομαντικός γαρ – ονόμαζε έμπνευση. (– Έξω βρέχει κιόλας, σκέφτηκε, έχει κρύο, ο ουρανός είναι γκρίζος, εχθρικός…)
Πήγε να γράψει κάτι και πρόσεξε πως το στυλό ήταν φαγωμένο στην άκρη από τα δόντια ενός νευρικού ατόμου, που υπέθεσε πως ήταν της σερβιτόρας.
Έγραψε ένα ποίημα για τα δόντια της σερβιτόρας.