Γνωστός Έλληνας εφοπλιστής παρευρέθη με τη γυναίκα του σε κλειστά εγκαίνια για επίσημους προσκεκλημένους (αγγλιστί και σε μορφή αρκτικόλεξου: V.I.P.) που προσκλήθηκαν με επίσημη πρόσκληση (και όχι με την πρόσκληση που απευθύνεται στους υπόλοιπους ανθρώπους, ήτοι, στους μη V.I.P., συνεπώς, στα όχι και τόσο σπουδαία πρόσωπα).
Ο εν λόγω εφοπλιστής φορούσε ένα κουστούμι Hugo Boss, η γυναίκα του ένα συνδυασμό D&G, Prada και Vivienne Westwood. Κρατούσε μία τσάντα Tanner Krolle, η οποία ήταν αρκετά λιτή σε σχέση με τα προαναφερθέντα πομπώδη (και επώνυμα) κομμάτια υφάσματος και δέρματος και πλαστικού, ωστόσο λόγω της λιτότητας που διέπει το σχεδιασμό της Krolle, η τσάντα δεν ταίριαζε με τα υπόλοιπα ενδύματα, με αποτέλεσμα να ενδυναμώνει το στοιχείο του πλουραλισμού, ή με άλλα λόγια, να συμβάλλει στην όλη kitch εικόνα.
Ο όρος Arte Povera, γεννήθηκε από τον Ιταλό κριτικό τέχνης Germano Celant το 1969 για να περιγράψει το έργο των Michelangelo Pistoletto, Giuseppe Penone, Γιάννη Κουνέλλη και άλλων καλλιτεχνών, των οποίων κύριο χαρακτηριστικό ήταν η χρησιμοποίηση ευτελών υλικών για τη δημιουργία έργων τέχνης. Εάν δούμε την Αφροδίτη των Κουρελιών (έργο του 1967) του Pistoletto, ναι, θα σκεφτούμε για την αντιπαράθεση ιδεών (η απόλυτα τέλεια – ιδεατή – φόρμα μίας περασμένης – και απόλυτα πεπερασμένης – αισθητικής σε αντίθεση με το χάος των κουρελιών), για τη θέα που απολαμβάνει η θεά της Ομορφιάς και για τη θέα που απολαμβάνει ο θεατής (εμείς!), ήτοι, τον πισινό της θεάς της Ομορφιάς και τα κουρέλια της, θα σκεφτούμε για την ποιητική που αναπτύσσεται μέσα σε – και από – μία τέτοια αντιπαράθεση (αν όχι – αλλά γιατί όχι; – με κοινωνικές προεκτάσεις, τότε… προς μία προσωπική αφύπνιση;), για το σαρκασμό του καλλιτέχνη προς τη λεγόμενη Υψηλή Τέχνη (εάν και εφόσον έχουμε την αντίληψη να κατανοήσουμε την αίσθηση του χιούμορ του Pistoletto και δεν… προσβληθούμε), για τη σχέση μεταξύ τέχνης και ζωής (ας θυμηθούμε το διάκενο μεταξύ των δύο, στο οποίο ζούσε και ταυτόχρονα δημιουργούσε ο Rauschenberg!), για τον εφήμερο χαρακτήρα του έργου (πόσο θα ζήσουν τα κουρέλια; – σωστά, εδώ η Αφροδίτη έχει πεθάνει!), θα σκεφτούμε για τους V.I.P. θεατές που πασχίζουν να φτιασιδωθούν σύμφωνα με τα πρότυπα της ομορφιάς των επώνυμων υφασμάτων, θεώμενοι σε εγκαίνια μίας έκθεσης Arte Povera να θεώνται την πάλαι ποτέ θεά της Ομορφιάς ενώπιον των δικών της – μη επώνυμων – υφασμάτων και έπειτα από την προαναφερθείσα αντίθεση, ίσως ψυλλιαστούμε τη «σύγκληση ζωής και πλούσιας τέχνης» (Celant) ή τη σύγκλειση (εάν μας επιτραπεί ο όρος από την ευπρόσβλητη V.I.P. μπουρζουαζία) της καθημερινής ζωής μας (και των ευτελών υλικών που την περιβάλλουν) και της τέχνης που προορίζεται για τις γκαλερί μίας ανώτερης (σχεδόν άριας) κάστας όντων (συλλεκτών, κριτικών, επιμελητών και καλλιτεχνών – με αυτή τη σειρά –, όχι θνητών – ποτέ θνητών!), διότι όταν ο γνωρίζων την ποταπότητα και υπεροψία των καλλιτεχνών, Pistoletto, μας δείχνει τον πισινό της θεάς της Ομορφιάς και ένα μάτσο κουρέλια και ο Celant αρχίζει το γνωστό αυνανιστικό βερμπαλισμό των κριτικών, τότε ο Pistoletto έχει πετύχει – εάν μας επιτραπεί η λαϊκή φράση – μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: καταφέρνει με το καυστικό χιούμορ του, να ανοίξει τις πρωκτικές πύλες της μημουάπτου μπουρζουαζίας για να (υπο-)δεχθούν τα όποια κουρέλια και τον – όχι όποιο κι όποιο – πισινό και ταυτόχρονα να αναγκάσει τον κριτικό τέχνης να δεχθεί το συνδυασμό του εν λόγω πισινού και των εν λόγω κουρελιών ως… υπερβατικό γεγονός. (Σε μια γωνιά της γκαλερί, φαντάζομαι τον Pistoletto να μειδιά και στον απέναντι τοίχο, τον όποιο εφοπλιστή να προσπαθεί να κατανοήσει εις μάτην…)
Όταν από το γνωστό εφοπλιστή (με τον οποίο ξεκίνησε ποταμηδόν η παρούσα αναφορά) φορώντας το Hugo Boss του και κρατώντας αγκαζέ τη σύζυγο με τα D&G, Prada και Vivienne Westwood και την τσάντα Tanner Krolle (– ας δείξουμε λίγη κατανόηση, εμμηνόπαυση περνάει…), ζητήθηκε σχόλιο για την έκθεση (η οποία παρεμπιπτόντως επρόκειτο για αναδρομική ενός γνωστού καλλιτέχνη της Arte Povera), παρά τη φημισμένη και τιμαλφή παιδεία του (Κολέγιο Αθηνών!), ο εφοπλιστής δήλωσε λακωνικά: «Μου άρεσε πολύ.»